*Συνέντευξη στην Εφημερίδα των Συντακτών, 02.07.2016
1. Είναι η κατάλληλη στιγμή για μία ακόμη συνταγματική αναθεώρηση; Είναι ιστορική αναγκαιότητα ή πολιτική;
Η άποψή μου είναι ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος έπρεπε να είχε ήδη δρομολογηθεί από το 2013, όταν δηλαδή έληξε η προβλεπόμενη πενταετία από την προηγούμενη (που έγινε το 2008).
Ωστόσο κανένα κόμμα, παρά τις μεγαλόστομες σχετικές εξαγγελίες, δεν ανέλαβε την σχετική πρωτοβουλία, η οποία απαιτεί απλώς πρόταση 50 τουλάχιστον βουλευτών. Ο λόγος είναι, κατά την γνώμη μου, απλός και συνοψίζεται στο ότι από το πρόγραμμά τους απουσίαζε πλήρως μια ολοκληρωμένη και επεξεργασμένη συνταγματική πολιτική. Παρά δε το ότι αυτό ισχύει εν πολλοίς και σήμερα, πιστεύω ότι η σχετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης πρέπει να αξιοποιηθεί πλήρως, χωρίς μεμψιμοιρίες, διότι η αναθεώρηση του Συντάγματος δεν διεξάγεται σε συνθήκες θερμοκηπίου αλλά και χωρίς τακτικισμούς, ένθεν κακείθεν, που μετατρέπουν την πολιτική σε μικροπολιτική.
Γενικότερα, επικρατούν δύο προσεγγίσεις για την συνταγματική αναθεώρηση. Η πρώτη είναι ο συνταγματικός μαξιμαλισμός, που συνδέεται εν πολλοίς με τον συνταγματικό λαϊκισμό, και αναγορεύει το Σύνταγμα σε πανάκεια για την λύση όλων των προβλημάτων. Μια τέτοια προσέγγιση, βέβαια, είναι πολύ βολική για τους εκάστοτε κρατούντες, που εφαρμόζουν συχνά αυτό που έχω ονομάσει περιπαικτικά «στρίβειν δια του Συντάγματος», δηλαδή μετάθεση όλων των λύσεων σε μια μελλοντική συνταγματική αναθεώρηση, παρότι οι περισσότερες από αυτές μπορούν να δοθούν με αλλαγή της νομοθεσίας. Η δεύτερη προσέγγιση είναι ο συνταγματικός μινιμαλισμός. Σύμφωνα με αυτήν, τα προβλήματα της χώρας είναι πολιτικά και όχι συνταγματικά και άρα τις λύσεις πρέπει να τις δώσει το πολιτικό σύστημα και όχι η όποια συνταγματική αναθεώρηση, η οποία δεν έχει να προσφέρει τίποτε.
Και οι δύο προσεγγίσεις είναι υπερβολικές και ακραίες, διότι είτε υπερτιμούν είτε υποτιμούν πλήρως την σημασία της συνταγματικής αναθεώρησης. Η σωστή προσέγγιση βρίσκεται νομίζω στη μέση. Ναι μεν το Σύνταγμά μας, όπως έχει αναθεωρηθεί το 2001, είναι ένα σχετικά καλό Σύνταγμα και έδειξε αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα στην κρίση, ωστόσο δεν είναι εντελώς άμοιρο των σημερινών δυσλειτουργιών αλλά και των εν γένει παθογενειών του πολιτικού μας συστήματος. Άρα επιβάλλονται συγκεκριμένες συνταγματικές αλλαγές, ξεκινώντας από αυτές που είναι πλέον ώριμες, ώστε να αντιστοιχηθεί το Σύνταγμά μας στα νέα δεδομένα. Η αντιστοίχηση όμως αυτή δεν σημαίνει βεβιασμένη και άκριτη προσαρμογή αλλά νηφάλια και προοδευτική προσέγγιση, που προϋποθέτει προσεκτική διήθηση αυτών των δεδομένων, επί τη βάσει συγκεκριμένων αρχών και αξιών, και επιλογή εκείνων των μεταρρυθμίσεων που μπορούν όντως να σηματοδοτήσουν μια αλλαγή πορείας, προς όφελος τόσο της μεγάλης πλειονότητας των πολιτών όσο και της ίδιας της Δημοκρατίας.
2. Τι θεωρείτε πως πρέπει να αλλάξει;
Θα μπορούσα να διακρίνω τις επιβαλλόμενες αλλαγές σε πέντε βασικές κατηγορίες:
Η πρώτη περιλαμβάνει τις αλλαγές που σηματοδοτούν τη ρήξη με τον βαθύτατο κρατικοοικονομικό «καθεστωτισμό», που διαπερνά σήμερα όλες τις πτυχές και όλες τις εκδοχές του πολιτικοδιοικητικού μας συστήματος. Αυτές αφορούν αφ’ενός μεν την εξάλειψη των ποικίλων προνομίων των μελών των τριών εξουσιών, που αναγορεύουν τους κατόχους τους σε μια στεγανοποιημένη elite, αποκομμένη από τα προβλήματα και τις αγωνίες των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, αφ’ετέρου δε την καταπολέμηση των υπόγειων αθέμιτων συναλλαγών του πολιτικού προσωπικού με ποικίλα διαπλεκόμενα –οικονομικά και «μιντιακά»– συμφέροντα, που σημαίνει επιβολή πλήρους διαφάνειας για την χρηματοδότηση και γενικότερα την οικονομική και επικοινωνιακή ενίσχυση κομμάτων, αυτοδιοικητικών συνδυασμών και υποψηφίων καθώς και συνολική, πλουραλιστική και εκ βάθρων αναρρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, με ταυτόχρονη ριζική αναδιοργάνωση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, ώστε να τεθούν καθαροί και σαφείς κανόνες προς όλους, τόσο ως προς την παροχή όσο και ως προς την διατήρηση των αδειών.
Η δεύτερη κατηγορία αφορά τις αλλαγές που αποσκοπούν στην υπεράσπιση των πανταχόθεν βαλλόμενων κοινωνικών κατακτήσεων, με κύριους άξονες αφ’ενός την διασφάλιση της δεσμευτικότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων (μέσω της συνταγματικής κατοχύρωσης ενός εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης που θα ενισχύσει τον πυρήνα τους) και αφ’ετέρου την θωράκιση, με επιλεγμένες παρεμβάσεις, των εργασιακών δικαιωμάτων, ώστε να αποτραπεί, χωρίς εμμονή σε συντεχνιακές στρεβλώσεις, η γενικευμένη και στοχευμένη προσπάθεια μιας ριζικής ανατροπής των εργασιακών σχέσεων.
Η τρίτη κατηγορία αφορά τις αλλαγές που σχετίζονται με την ολοκλήρωση αλλά και τη θωράκιση του δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος. Αυτό μπορεί να γίνει μέσω αφ’ενός μεν του λελογισμένου εμπλουτισμού της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με θεσμούς άμεσης πολιτικής συμμετοχής αφ’ετέρου δε της συνταγματικής επιβολής ενός minimum δημοκρατικών εσωκομματικών διαδικασιών στα κόμματα, τα οποία μάλιστα πρέπει πλέον να ελέγχονται και δικαστικά (επί ποινή αποκλεισμού τους από τις εκλογές), όταν παρεκτρέπονται προς επικίνδυνες για την δημοκρατία ατραπούς. Επίσης στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και η συνακόλουθη καθιέρωση Συνταγματικού Δικαστηρίου, για τον δικαστικό έλεγχο όχι μόνον της εν γένει δημοκρατικής λειτουργίας των κομμάτων αλλά και ορισμένων «κυβερνητικών πράξεων», όπως για παράδειγμα οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου και το Δημοψήφισμα, που εκφεύγουν σήμερα σκανδαλωδώς του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας.
Η τέταρτη κατηγορία αφορά τον εξορθολογισμό της λειτουργίας του πολιτεύματος και περιλαμβάνει αλλαγές που εστιάζονται ιδίως στην καθιέρωση αντιβάρων στο πεδίο της εκτελεστικής εξουσίας, με την επιλεκτική ενίσχυση, ιδίως, των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, ενδεχομένως δε και με την άμεση εκλογή του, με παράλληλη καθιέρωση Γερουσίας. Επίσης στην κατηγορία αυτήν θα μπορούσε να περιληφθεί και η καθιέρωση ενός μερικού ασυμβιβάστου, μεταξύ της βουλευτικής και της υπουργικής ιδιότητας, κατά το πρότυπο της Αγγλίας.
Η πέμπτη και τελευταία κατηγορία περιλαμβάνει αλλαγές που σχετίζονται με την διεύρυνση των ορίων της ανοιχτής κοινωνίας. Η πρώτη, είναι ο χωρισμός Κράτους και Ορθόδοξης Εκκλησίας, που σημαίνει, ταυτόχρονα, αποεκκλησιαστικοποίηση του κράτους και αποκρατικοποίηση της Εκκλησίας, με όρους, πάντως, σεβασμού και απόδοσης τιμής προς αυτήν, λόγω της συμβολής της στην διαμόρφωση της εθνικής και πολιτισμικής μας ταυτότητας. Η δεύτερη είναι η προσεκτική και διατεταγμένη κατάργηση του αποκλειστικά κρατικού χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης, υπό την έννοια ότι δεν έχει πια νόημα να δίνουμε μάχες οπισθοφυλακής, μπροστά στην νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα της εκπαίδευσης, αλλά ότι πρέπει να ρίξουμε το βάρος πρώτον στις συνταγματικές προδιαγραφές για την ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ, δεύτερον στην αυστηρή εποπτεία τους και τρίτον στην πλήρη και σχεδιασμένη αξιοποίησή τους, ώστε να καταστήσουμε τη χώρα, σε επιλεγμένους τομείς, εκπαιδευτικό κέντρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μεσογείου.
3. Πιστεύετε πως στη δεύτερη αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975, το 2001, θα μπορούσαν να γίνουν ακόμη περισσότερα, αλλά η τότε κυβέρνηση δίστασε να προχωρήσει;
Έχω χαρακτηρίσει από την πρώτη στιγμή εκείνη την αναθεώρηση άτολμη και άχρωμη, διότι ενώ υπήρχε ένας συσχετισμός δυνάμεων που ευνοούσε προωθημένες συνταγματικές αλλαγές, προς την κατεύθυνση που προανέφερα, αυτές δεν αποτολμήθηκαν, με αποτέλεσμα να επικρατήσουν αναθεωρητικές προτάσεις που ήταν μεν, εν πολλοίς, χρήσιμες, αλλά δεν είχαν ούτε σαφή ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα αλλά ούτε και τον ρηξικέλευθο χαρακτήρα που απαιτούσε η εποχή, προκειμένου να προληφθούν ορισμένα από τα δεινά που επακολούθησαν. Εν κατακλείδι, αυτοί που είχαν την ευθύνη της τότε αναθεώρησης δεν άκουσαν την βουή των επερχόμενων γεγονότων, για να παραφράσουμε τον ποιητή, και ως εκ τούτου αρκέσθηκαν σε μια περιορισμένης πολιτικής εμβέλειας και οιονεί διεκπεραιωτική συνταγματική αλλαγή.