*Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 08.05.2014
Απέναντι στα πιεστικά προβλήματα που προκύπτουν από την κρίση του πολιτικού και διοικητικού μας συστήματος η Νέα Δημοκρατία επέλεξε την γνωστή συνταγή του «στρίβειν δια του Συντάγματος».
Αναλυτικά η συνέντευξη
Πως αξιολογείτε την πρόσφατη πρωτοβουλία της Νέας Δημοκρατίας να επαναφέρει το ζήτημα της αναθεώρησης του Συντάγματος;
Δυστυχώς η πρωτοβουλία αυτή, όπως εκδηλώνεται στην προεκλογική συγκυρία, στερείται της αναγκαίας θεσμικής σοβαρότητας. Πρόκειται προδήλως για μια κίνηση πολιτικού εντυπωσιασμού, που υπαγορεύεται από απροκάλυπτες μικροκομματικές σκοπιμότητες, όπως συνέβη άλλωστε πολλές φορές στο παρελθόν. Απέναντι στα πιεστικά προβλήματα που προκύπτουν από την κρίση του πολιτικού και διοικητικού μας συστήματος η Νέα Δημοκρατία επέλεξε την γνωστή συνταγή του «στρίβειν δια του Συντάγματος», για να παραφράσουμε μια γνωστή «ατάκα» του ελληνικού κινηματογράφου. Αυτό όμως υποβαθμίζει το όλο εγχείρημα αλλά και το υπονομεύει εγγενώς, διότι δημιουργεί αρνητικά αντανακλαστικά στις άλλες πολιτικές δυνάμεις και αποκλείει τις αναγκαίες συναινέσεις και συγκλίσεις.
Άλλωστε, για ποια αξιοπιστία να μιλήσει κανείς, όταν είναι γνωστό σε όλους ότι η Νέα Δημοκρατία έχει συντελέσει, περισσότερο από κάθε άλλο κόμμα, στον εξευτελισμό και την καταστρατήγηση του Συντάγματος; Τι να πρωτομνημονεύσει κανείς; Την ατολμία και προχειρότητα που χαρακτήρισε την στάση της (και την στάση του ΠΑΣΟΚ βέβαια) στην αναθεώρηση του 2001; Το ότι σπατάλησε μια ολόκληρη αναθεώρηση το 2008 για να τροποποιήσει ουσιαστικά ένα μόνο άρθρο, για το επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών; Το ότι τα τελευταία χρόνια, με αφορμή και συχνά με πρόσχημα την βαθύτατη κρίση που ταλανίζει τη χώρα μας, παραβίασε επανειλημμένα (αν και όχι στην έκταση που προβάλλεται συνήθως…) το Σύνταγμα, επικαλούμενη το «δίκαιο της ανάγκης» και καλλιεργώντας έναν ιδιότυπο «συνταγματικό μιθριδατισμό»; Ή το ότι, για ένα τέτοιο ζήτημα, που το προβάλλει σαν μείζον, άφησε να παρέλθει ένας ολόκληρος χρόνος, από τον προηγούμενο Μάρτιο, οπότε ήταν δυνατόν κατά το Σύνταγμα να ξεκινήσει η διαδικασία μιας νέας αναθεώρησης;
Ωστόσο, έστω και έτσι, μια τέτοια πρωτοβουλία δεν παρέχει την ευκαιρία για να τεθούν επί τάπητος κάποια συνταγματικά ζητήματα;
Όπως έχω επισημάνει αναλυτικά στην εφημερίδα σας, σε παλαιότερο σχετικό αφιέρωμα, θεωρητικά και αφηρημένα υπάρχουν πράγματι πολλά ζητήματα να συζητηθούν. Ορισμένα από αυτά, όπως η κατάργηση των προνομίων του πολιτικού προσωπικού, η αλλαγή του τρόπου ανάδειξης της ηγεσίας της δικαιοσύνης κ.α.τ, φαίνεται να συγκεντρώνουν ευρεία συναίνεση και να μην προκαλούν σοβαρές ενστάσεις. Υπάρχουν όμως και άλλα, που είναι κρισιμότερα, ιδίως στο μέτρο που αφορούν α) την διεύρυνση και εμβάθυνση της λαϊκής κυριαρχίας, β) τον συνταγματικό έλεγχο των πράξεων νομοθετικού περιεχομένου, γ) την αναδιάταξη των σχέσεων μεταξύ των δύο πόλων της εκτελεστικής εξουσίας, δ) την συνταγματική κατοχύρωση ενός αξιοπρεπούς επιπέδου διαβίωσης, ε) την ριζική μεταρρύθμιση του διοικητικού μας συστήματος, με την ταυτόχρονη θεσμική αναζωογόνηση της Τοπικής Δημοκρατίας και της Κοινωνίας των Πολιτών, στ) την προσεκτική αναοριοθέτηση των σχέσεων κράτους-εκκλησίας και ζ) την καθιέρωση Συνταγματικού Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με την πρόβλεψη της δυνατότητας για απαγόρευση της λειτουργίας κομμάτων που επιδιώκουν έμπρακτα την ανατροπή του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Επομένως, που εντοπίζονται οι επιφυλάξεις σας ως προς το να προχωρήσει η σχετική συζήτηση;
Για πολλά από τα ζητήματα αυτά, και ιδίως για όσα βρέθηκαν στο πεδίο έντασης της πρόσφατης οικονομικής και πολιτικής συγκυρίας, ανακύπτει το εξής σοβαρό πρόβλημα: ό,τι και να αποφασισθεί σε αυτήν την Βουλή (με 180 ψήφους σε δύο ψηφοφορίες) θα βρίσκεται υπό την δαμόκλειο σπάθη της επόμενης Βουλής, της αναθεωρητικής, η οποία θα μπορεί, τουλάχιστον σύμφωνα με την κρατούσα έως σήμερα ερμηνεία, να αλλάξει όπως θέλει τις διατάξεις, ακόμη και με μια περιστασιακή απόλυτη πλειοψηφία (151).
Ερωτάται λοιπόν: Ποιος μας εγγυάται ότι αν αποφασισθεί στην παρούσα Βουλή αναθεώρηση των σχετικών διατάξεων δεν θα φτάσουμε στην επόμενη Βουλή, υπό την πίεση των δυσμενών διεθνών και ευρωπαϊκών συσχετισμών, στο αντίθετο αποτέλεσμα, δηλαδή είτε στην συρρίκνωση της συνταγματικής προστασίας είτε, ακόμα χειρότερο, στην συνταγματοποίηση των έως τώρα παραβιάσεων;
Ως εκ τούτου, σε μια τέτοια συγκυρία συνεχούς πολιτικής και οικονομικής αποσταθεροποίησης και με δεδομένο το δυσμενές περιβάλλον στην Ευρώπη και στον κόσμο, η συνταγματική πολιτική πρέπει να κινηθεί πολύ προσεκτικά, με αμυντική και μινιμαλιστική διάθεση, αποκρούοντας ιδίως τις επιθετικές εξάρσεις του συνταγματικού λαϊκισμού, σε όλες τις παραλλαγές του…