Η εκλογή Μητσοτάκη είναι αναμφίβολα μια θετική εξέλιξη, όχι μόνον διότι κινητοποίησε (έστω και στο πλαίσιο μιας πολλαπλά προβληματικής εσωκομματικής διαδικασίας) ένα μεγάλο αριθμό ψηφοφόρων του χώρου, αναζωογονώντας το ενδιαφέρον τους για την πολιτική αλλά και γιατί η ΝΔ έχει πλέον έναν αρχηγό που όχι μόνον έχει δώσει σαφή δείγματα γραφής στην έως τώρα κυβερνητική του θητεία αλλά και γνωρίζουμε ακριβώς τι πρεσβεύει και πως σκέφτεται να αντιμετωπίσει τα κρίσιμα πολιτικά προβλήματα.
Αυτό είναι θα λέγαμε μια πρωτοτυπία στον χώρο της ΝΔ, η οποία τα τελευταία πολλά χρόνια, ασχέτως του αν έτεινε περισσότερο προς το κέντρο (Κώστας Καραμανλής) ή προς την Δεξιά (Αντώνης Σαμαράς), μόνον από πολιτική σαφήνεια και ιδεολογική καθαρότητα δεν διακρινόταν, καθώς τσαλαβουτούσε διαρκώς στην πολιτική αμφιθυμία, στον πολυσυλλεκτικό πελατειασμό, και στον διάχυτο εθνολαϊκισμό.
Παράλληλα, όμως, η εκλογή Μητσοτάκη αποστέλλει πολλαπλά μηνύματα και σε όλες τις εν ευρεία εννοία φιλοευρωπαϊκές δυνάμεις του πολιτικού φάσματος. Τα μηνύματα δε αυτά πρέπει πρώτον να αποκωδικοποιηθούν και δεύτερον να αξιοποιηθούν σωστά (χωρίς, ιδίως, υπερβολικές, σπασμωδικές ή μονομερείς αντιδράσεις), ώστε να αποβούν προς όφελος τόσο του ταλανιζόμενου από την κρίση πολιτικού συστήματος όσο και, ιδίως, της χώρας, η οποία βρίσκεται εδώ και πολύ καιρό επί ξυρού ακμής.
Το πρώτο που πρέπει να αξιολογηθεί σοβαρά είναι το ότι με την εκλογή Μητσοτάκη η ελληνική Δεξιά αποκτά ένα συγκεκριμένο και σαφές ιδεολογικοπολιτικό στίγμα, αυτό της σοβαρής μετριοπαθούς, πολιτικά φιλελεύθερης και φιλοευρωπαϊκής Δεξιάς, με ιδιαίτερη μεν έμφαση στον σύγχρονο οικονομικό φιλελευθερισμό (νεοφιλελευθερισμό) –και σε όλα τα συμπαρομαρτούντα ως προς την συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, την μετατροπή της εγγυημένης κοινωνικής προστασίας σε ένα υποκατάστατο κοινωνικής φιλανθρωπίας και την πλήρη εμπορευματοποίηση των κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών– αλλά και με απουσία, σε επίπεδο επίσημου πολιτικού λόγου τουλάχιστον, ακραίων συντηρητικών και εθνικολαϊκιστικών προσμίξεων.
Πρόκειται για μια πολύ σοβαρή εξέλιξη, απέναντι στην οποία η χειρότερη αντιμετώπιση, από την άποψη της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος, θα ήταν να περιορισθούν οι αντιδράσεις είτε στην σπασμωδική και υπερβολική ανάδειξη των διαφορών Αριστεράς – Δεξιάς, όπως έπραξε δια του πρωθυπουργού ο ΣΥΡΙΖΑ (ο οποίος, δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια είχε συμβάλει στην συσκότιση και αλλοίωση αυτών των διαφορών, υποκρύπτοντάς τες πίσω από αποπροσανατολιστικές εν πολλοίς αντιθέσεις…) είτε στις βεβιασμένες και αλλοπρόσαλλες κινήσεις που χαρακτηρίζουν το Ποτάμι και την Δημοκρατική Συμπαράταξη (οι οποίες κλιμακώνονται μεταξύ αφ’ενός μεν μιας αγωνιώδους πλην υπερβολικής προσπάθειας για ιδεολογικοπολιτική οριοθέτηση –άβυσσος κττ– αφ’ετέρου δε της καλλιέργεια ενός κλίματος αποδοχής του Κ. Μητροτάκη, ως εκφραστή ενός ευρύτερου «μεταρρυθμιστικού» πόλου, ο οποίος μπορεί όχι μόνον να «χωρέσει» έτοιμους από καιρό ψηφοφόρους των δύο αυτών χώρων –και ιδίως του Ποταμιού– που τείνουν ούτως ή άλλως προς την κεντροδεξιά, αλλά και να παράσχει άλλοθι σε σωρεία «καθεστωτικών» στελεχών, που προέρχονται από το ΠΑΣΟΚ και έχουν σαν μοναδική τους μέριμνα να εκδικηθούν τον ΣΥΡΙΖΑ, ώστε να αποδείξουν ότι είχαν δίκιο και ότι κακώς ο ελληνικός λαός τους αποδοκίμασε τόσες φορές, αλλά και να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους νέους πολιτικούς ρόλους…).
Τι θα σήμαινε λοιπόν μια σωστή αποκωδικοποίηση των μηνυμάτων που εκπέμπει η εκλογή Μητσοτάκη;
Πρώτον ότι ο ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να ολοκληρώσει ως τάχιστα τον πολιτικό μετασχηματισμό του, όχι για να γίνει ένα σοσιαλδημοκρατικό κόμμα –όπως έχω εξηγήσει αναλυτικά σε προηγούμενο άρθρο – αλλά για να γίνει μια πράγματι σύγχρονη δημοκρατική Αριστερά, που θα συνδυάζει τον ριζοσπαστισμό με την σοβαρότητα. Ο ΣΥΡΙΖΑ, και ιδίως η ηγετική του ομάδα, πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιήσουν ότι αυτοί την στιγμή η πορεία της προσαρμογής τους στην κυβερνητική πραγματικότητα είναι μεν ραγδαία, για τα δικά τους δεδομένα, αλλά ταυτόχρονα είναι και απελπιστικά αργή για τα δεδομένα της χώρας, με τις ανάγκες της οποίας πρέπει επιτέλους να συγχρονιστούν. Και αυτό προϋποθέτει μεγάλα και γενναία ανοίγματα προς το σχολάζον πλούσιο δυναμικό της χώρας (αντί να στραγγίζει τα αποθέματα του στενού –και αποδεκατισμένου ήδη από την ΛΑΕ– κομματικού πυρήνα του…) και μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης προς τις άλλες πολιτικές δυνάμεις, στην προοπτική αναδιάταξης των κυβερνητικών συμμαχιών του (και δεν εννοούμε φυσικά το να αντικαταστήσει τον ανεκδιήγητο Καμένο με τον επίσης ανεκδιήγητο Λεβέντη…).
Δεύτερον ότι η Δημοκρατική Συμπαράταξη και το Ποτάμι πρέπει επιτέλους να εγκαταλείψουν την αδιέξοδη, πολιτικά ερμαφρόδιτη και για πολλούς τυχοδιωκτική λογική του «κέντρου», το οποίο, όπως και να ονομασθεί («προοδευτικό», «ριζοσπαστικό» κλπ), θα γίνει εύκολη βορά στην ανανεωμένη ΝΔ (όπως επιδιώκουν άλλωστε ουκ ολίγοι από αυτούς που προβάλλουν αυτήν την άποψη…). Αν αυτά τα κόμματα θέλουν πράγματι να απαντήσουν στις προκλήσεις των καιρών, οφείλουν να κινηθούν αποφασιστικά προς την κατεύθυνση συγκρότησης ενός νέου σοσιαλδημοκρατικού χώρου, δηλαδή μιας σοβαρής και μετριοπαθούς ευρωπαϊκής Αριστεράς, με μαχητική υπεράσπιση του πολιτικού φιλελευθερισμού αλλά και με ταυτόχρονη έμφαση τόσο στην ανάγκη χειραγώγησης της ασυδοσίας και των παρεκτροπών του οικονομικού φιλελευθερισμού (ιδίως υπό την εκδοχή του νεοφιλελευθερισμού), όσο και στην σωτηρία –με όλους τους αναγκαίους μετασχηματισμούς– του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Μόνον έτσι θα αποτελέσουν τον αντίποδα της σημερινής ΝΔ και θα μπορέσουν να διεκδικήσουν σημαντικό ρόλο στα πολιτικά δρώμενα, όχι σαν ουρά ή συμπλήρωμα άλλων πολιτικών δυνάμεων (πολύ δε περισσότερο σαν «μπαλαντέρ»…) αλλά ως καθοριστικός παράγοντας για την συνολική και πλουραλιστική αναδιάρθρωση του προοδευτικού χώρου.
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 06.02.2016