Οι κραυγαλέες αδυναμίες και τα τεράστια πολιτικά κενά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως προς την αντιμετώπιση των σημαντικότερων παρενεργειών της οικονομικής κρίσης, που δυστυχώς αποκαλύφθηκαν ανάγλυφα, αποτέλεσαν το έναυσμα για έναν ευρύτατο και ζωηρότατο διάλογο ως προς την φυσιογνωμία, την προοπτική και το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ωστόσο, αυτές οι εξελίξεις δεν πρέπει να οδηγήσουν σε μια στείρα εθνική αναδίπλωση αλλά ούτε και σαν μία άκριτη και συλλήβδην απόρριψη κάθε προοπτικής για την διαμόρφωση υπερεθνικών θεσμών που θα αποβλέπουν στην πολιτική ενοποίηση μεγάλων περιοχών, ηπείρων ή και του κόσμου ολόκληρου.
Άλλωστε, κανένα Σύνταγμα και κανένα εθνικό κράτος δεν μπορεί να γυρίσει βολονταριστικά προς τα πίσω τον ρου της ιστορίας. Ο ακραίος εθνικισμός, η δογματική περιχαράκωση στην παράδοση και την ιστορία, ο πείσμων θεσμικός και πολιτικός απομονωτισμός και η φυγή προς τα πίσω είναι στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της αλματώδους ανάπτυξης της τεχνολογίας οι πλέον σίγουρες συνταγές αποτυχίας…
Το κομβικό λοιπόν ζήτημα δεν είναι το αν αλλά το πως μιας μεταβίβασης αρμοδιοτήτων του εθνικού κράτους προς διεθνείς οργανισμούς και υπερεθνικά θεσμικά μορφώματα ειδικότερα δε το αν αυτή η μεταφορά θα γίνεται με όρους υποταγής στην οικονομική κυριαρχία των ιδιωτικών κέντρων ισχύος και στο ομογενοποιημένο παγκόσμιο αξιακό σύστημα που έχουν διαμορφώσει ή με όρους διευρυμένης αναπαραγωγής της εθνικής (κρατικής) κυριαρχίας, του συνταγματισμού και της πολιτικής δημοκρατίας. Ειδικότερα:
– Στην πρώτη εκδοχή, που είναι δυστυχώς ο κανόνας –εξ ού και οι κίνδυνοι που σκιαγραφήσαμε– το κριτήριο είναι η πάση θυσία ενίσχυση των διεθνών αγορών, με κάθε θεσμικό κόστος και κατά προτίμηση με συνεχείς εκπτώσεις στα κεκτημένα της σύγχρονης δημοκρατίας. Κατ’ επέκταση δε κομβικό σημείο είναι η καθυπόταξη των εθνικών κρατών και η αχρήστευση των εθνικών Συνταγμάτων –εκλαμβανομένων πλέον σαν “εμποδίων”– με την προνομιακή κατοχύρωση και θεσμική πριμοδότηση του οικονομικού φιλελευθερισμού σε παγκόσμια κλίμακα, σαν πολιορκητικού κριού για την επικράτηση μιας “νέας διεθνούς τάξης” υπό την επικυριαρχία των αγορών και των κεντρικών τραπεζών. Αυτή είναι άλλωστε η γραμμή που επικράτησε έως τώρα στον ευρωπαϊκό χώρο, υπό το πρίσμα όμως ενός έκδηλου και μονοδιάστατου οικονομικού φιλελευθερισμού αλλά και χωρίς την οικοδόμηση πολιτικών θεσμών που θα μπορούσαν να διασφαλίσουν και ιδίως να ρυθμίσουν αυτή την ενοποίηση.
– Στην δεύτερη εκδοχή, που καθίσταται πλέον επιτακτική, η προτεραιότητα είναι αφ’ενός μεν η εγγύηση της ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας, ως απαρέγκλιτη προϋπόθεση για κάθε θεσμική υπέρβαση του εθνικού κράτους, αφ’ετέρου δε η αλλαγή παραδείγματος στην διαχείριση των οικονομικών υποθέσεων, με την οργάνωση ενός ισχυρού, αποτελεσματικού και δημοκρατικά νομιμοποιημένου μηχανισμού πολιτικής διεύθυνσης και κοινωνικού ελέγχου της ευρωπαϊκής οικονομικής ενοποίησης.
Κάθε λοιπόν κίνηση προς την κατεύθυνση αυτή πρέπει να εμπεριέχει μια τριπλή ασφαλιστική δικλείδα:
Πρώτον, ότι η όποια απόφαση για σοβαρή θεσμική αποδυνάμωση του εθνικού κράτους θα διαθέτει μια συνταγματικά οριοθετημένη ισχυρή δημοκρατική νομιμοποίηση (δηλαδή νομιμοποίηση που παρέχεται είτε με δημοψήφισμα είτε με αυξημένη πλειοψηφία στη Βουλή).
Δεύτερον, ότι οι μεταφερόμενες αρμοδιότητες θα ανατίθενται σε υπερεθνικά όργανα με την ίδια ή ανάλογη δημοκρατική νομιμοποίηση, ώστε να ενσωματώνεται σε αυτά ένα πολιτικό ισοδύναμο της μεταφερόμενης κυριαρχίας, που να μπορεί να συμβάλει στην σταδιακή διαμόρφωση δημοκρατικής θεσμικής παράδοσης αντίστοιχης με εκείνη των εθνικών κρατών.
Τρίτον, ότι θα αναζητηθούν θεσμικά αντίβαρα της εθνικής (κρατικής) κυριαρχίας και προς τα κάτω, όχι μόνον με την ως άνω αναδιάταξη του εθνικού κράτους αλλά και με την ουσιαστική ενίσχυση της τοπικής δημοκρατίας.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις, η προοπτική πολιτικής και οικονομικής ενοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με εγγυήσεις δημοκρατίας αλλά και αποτελεσματικότητας, όχι μόνον δεν είναι η χειρότερη εκδοχή για την αρχή της εθνικής (κρατικής) κυριαρχίας αλλά αντίθετα είναι η μόνη που διασφαλίζει την “διάσωσή της” μέσω μιας λελογισμένης, συντεταγμένης και διαφανούς αναδιάταξής της. Μιας αναδιάταξης η οποία θα βαίνει παράλληλα και θα αντιστοιχείται δημιουργικά με την ενδυνάμωση μιας νέας –ευρωπαϊκής– κυριαρχίας, σηματοδοτώντας τον ανακαθορισμό των προτεραιοτήτων της ευρωπαϊκής πολιτικής και την δημιουργική ανασύνθεση, σε (παν)ευρωπαϊκό επίπεδο, της σύγχρονης Δημοκρατίας, ως διαλεκτικής ενότητας των στοιχείων που συγκροτούν την πεμπτουσία του ευρωπαϊκού πολιτικοκοινωνικού μοντέλου: της ελευθερίας, της πολιτικής συμμετοχής, του κράτους δικαίου και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Μόνο μια τέτοια Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να αποτελέσει, μακροπρόθεσμα, αποτελεσματικό αντίβαρο στις στρεβλώσεις και τις παρεκτροπές των παγκόσμιων αγορών και γενικότερα στην καταθλιπτική κυριαρχία των παγκόσμιων ιδιωτικών εξουσιών. Έως τότε, όμως, κάθε προσπάθεια που κινείται προς την κατεύθυνση ενός τέτοιου αναπροσανατολισμού πρέπει να χαιρετίζεται και να ενθαρρύνεται, ακόμη και αν έμμεσα μόνον και εν δυνάμει μπορεί να ενταχθεί –ή έστω να αναχθεί– σε μια τέτοια προοπτική. Υπό αυτή την έννοια, οι μηχανισμοί που οικοδομούνται σταδιακά στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έστω και αποσπασματικά ή αντανακλαστικά, υπό την πίεση της αντιμετώπισης των παρενεργειών της οικονομικής κρίσης (και ιδίως της κατάρρευσης των πλέον ασθενών οικονομικά χωρών), συμβάλλουν, εκ του αποτελέσματος, στην οικοδόμηση μιας άλλης Ευρώπης, που είναι ίσως η μεγαλύτερη ελπίδα για την οριστική και πλήρη αποκατάσταση της προ πολλού διαταραχθείσας ισορροπίας μεταξύ αγοράς και πολιτικής.
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 11.06.2016