Είναι γνωστό ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει στη χώρα μας αν δεν θεραπευθεί ο μεγάλος ασθενής, που είναι το κράτος. Ωστόσο, η μόνη θεραπεία που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, πλην ελαχίστων περιπτώσεων, είναι η άκριτη και σπασμωδική υιοθέτηση, υπό την πίεση της Τρόϊκας, κοντόφθαλμων, αποσπασματικών και συχνά ατελέσφορων εμβαλωματικών λύσεων, που δεν εντάσσονται βέβαια σε κανένα σχέδιο ολοκληρωμένης αντιμετώπισης.
Δεν είναι ότι πάσχουμε από απουσία προτάσεων, γενικώς. Κάθε άλλο μάλιστα. Οι περισσότερες όμως από αυτές προβάλλονται εική και ως έτυχε, σαν σε πασαρέλα για την ανάδειξη των πιο ελκυστικών και των πιο «πιασάρικων». Αυτό λοιπόν που κατά την άποψή μου είναι η μεγάλη πρόκληση για τον χώρο αυτόν και εκεί θα επιμείνω ιδίως με την σημερινή μου εισήγηση, είναι το να αναδειχθεί η ειδοποιός διαφορά μεταξύ αφενός μεν μιας γνήσια προοδευτικής μεταρρυθμιστικής πολιτικής –που θα σηματοδοτήσει την μεγάλη αλλαγή παραδείγματος που έχει ανάγκη η χώρα– και μιας φλύαρης και ψευδεπίγραφα ουδέτερης μεταρρυθμιστικής ρητορείας.
Αυτό όμως απαιτεί, πρώτα και πάνω από όλα, να προσδιορισθούν κάποια σαφή ιδεολογικά και πολιτικά κριτήρια.
Ακούμε συχνά ότι τα προβλήματα δεν έχουν χρώμα και άρα και οι μεταρρυθμίσεις δεν πρέπει να έχουν χρώμα. Κατά την άποψη αυτήν στο τραπέζι σήμερα υπάρχει μόνο ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων. Η πραγματική δε πολιτική διάκριση είναι ανάμεσα σε αυτούς που τις υποστηρίζουν και χαρακτηρίζονται συλλήβδην μεταρρυθμιστές, και σε αυτούς που τις αρνούνται, και χαρακτηρίζονται συλλήβδην λαϊκιστές…
Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω ριζικά με αυτήν την μονοδρομική και ισοπεδωτική άποψη, την οποία θεωρώ, στην γενικότητά της, ένα καθυστερημένο και συχνά υποβολιμαίο αναμάσημα των θεωριών περί «τέλους της ιστορίας».
Τα μεγάλα πολιτικά προβλήματα δεν προκύπτουν σαν φυσικά φαινόμενα. Έχουν συγκεκριμένες κοινωνικές αναγωγές και αντανακλούν συγκεκριμένες κοινωνικές αντιθέσεις και ιεραρχήσεις. Κατ’επέκτασιν, δε, και οι μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται για την υπέρβασή τους δεν είναι ουδέτερες. Πρέπει να έχουν συγκεκριμένη ιδεολογική φόρτιση και σαφή κοινωνικοπολιτική στόχευση, που θα εκκινεί από συγκεκριμένο σύστημα αρχών και αξιών. Στο σημείο δε αυτό απαιτούνται νομίζω κάποιες αποσαφηνίσεις, ζωτικής σημασίας για τον χώρο αυτόν, αν πράγματι θέλει να επανέλθει στο πολιτικό παιχνίδι σαν πρωταγωνιστής και όχι σαν κομπάρσος:
Πρώτη αποσαφήνιση: Είναι αναμφίβολο ότι πράγματι απαιτείται αποφασιστική ρήξη με τον λαϊκισμό, ο οποίος συνθέτει, μαζί με τον πελατειακό κρατισμό και τον συντεχνιασμό, έναν ιδιότυπο και πανταχού παρόντα κοινωνικοπολιτικό καθεστωτισμό. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πίσω από τον αντιλαϊκισμό κρύβονται συχνά οι ολιγαρχικές αντιλήψεις και πρακτικές των «τεχνικών της εξουσίας», που οδηγούν, ταυτόχρονα, στην άρνηση και του ίδιου του λαού, του δημόσιου χώρου και του συνδικαλισμού, δηλαδή των πλέον σημαντικών αντιβάρων απέναντι στην επαπειλούμενη κυριαρχία των αγορών…
Δεύτερη αποσαφήνιση, στην οποία θα επιμείνω ιδιαίτερα: Οι μεταρρυθμίσεις που θα προταθούν δεν πρέπει να είναι αποκομμένες από τον χώρο του δημοκρατικού σοσιαλισμού, δηλαδή από τον χώρο που συνέδεσε άρρηκτα την κοινωνική ευαισθησία των σοσιαλιστικών ιδεών με τις ιστορικές κατακτήσεις της πολιτικής δημοκρατίας και της ανοιχτής κοινωνίας. Ο χώρος αυτός, που σε όλη την Ευρώπη αποκαλείται ευρεία Αριστερά και εδώ «Κεντροαριστερά», έχει ως βασικά σημεία αναφοράς τα μεγάλα πολιτικά ρεύματα του πολιτικού φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, όπως μπολιάστηκαν, στη συνέχεια, από την σύντομη άνοιξη του ευρωκομμουνισμού και από το σφρίγος της πολιτικής οικολογίας. Εξακολουθεί δε να αποτελεί τον έναν από τους δύο βασικούς πόλους της πολιτικής ζωής στην Ευρώπη, ως έκφραση της κύριας αντίθεσης που διαπερνά και σήμερα, παρά τις προϊούσες ραγδαίες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές, τις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες.
Όχι πως δεν υπάρχουν σε κάθε εποχή μεγάλα διακυβεύματα, που ξεπερνούν τα όρια αυτής της αντίθεσης και απαιτούν ευρύτερες αξιακές συναινέσεις και συγκλίσεις. Αυτό άλλωστε συμβολίζουν και οι αυξημένες πλειοψηφίες για την συνταγματική αναθεώρηση. Στην πραγματικότητα, όμως, και σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα η αντιμετώπιση της Ευρώπης ή της Δημοκρατίας, η όποια σύγκλιση δεν σημαίνει πλήρη ταύτιση και άρα δεν καθιστά άνευ σημασίας τις επί μέρους ιδεολογικές διαφορές.
Επιτρέψτε μου στο σημείο αυτό μια πιο προσωπική επισήμανση. Η αφετηριακή σύνδεση των προοδευτικών μεταρρυθμίσεων με μια τέτοια δημοκρατική, σοσιαλιστική, πολιτικά φιλελεύθερη και οικολογική Αριστερά, δεν είναι ιδεολογική εμμονή. Είναι η βαθύτατη πεποίθηση ότι αυτή η συγκεκριμένη ευρεία Αριστερά –και όχι η Αριστερά γενικώς και αορίστως– παρά την σημερινή υπαρξιακή κρίση της και την ανάγκη ευρύτατου αναστοχασμού ως προς τις προτεραιότητές της, είναι το γνησιότερο τέκνο του διαφωτισμού, διότι είναι το μόνο πολιτικό ρεύμα που αποσκοπεί σε μια ουσιαστική και ολόπλευρη πραγμάτωση των ιστορικών προταγμάτων του, τα οποία εστιάζονται στον πολιτικό, ατομικό και κοινωνικό αυτοκαθορισμό του ανθρώπου.
Ως εκ τούτου, αν αυτός ο χώρος που συμμετέχει στο νέο εγχείρημα θέλει να κάνει την μεγάλη επιστροφή στο πολιτικό σκηνικό πρέπει να διαλέξει. Θα ξαναδιεκδικήσει, με τις πολιτικές προτάσεις του, την κύρια εκπροσώπηση του πόλου της ευρείας Αριστεράς, της κεντροαριστεράς αν θέλετε, στον οποίο ιστορικά ανήκει; Ή θα τον χαρίσει στην σημερινή, εν πολλοίς κακέκτυπη και «γιαλαντζί» εκδοχή της, που βαυκαλίζεται ότι είναι η «πρώτη φορά Αριστερά»; Και σε αυτήν την περίπτωση τι θα κάνει; Θα συνεχίσει να κινείται στην αδιέξοδη λογική του τρίτου πόλου ή του ενδιάμεσου χώρου ή του κέντρου; Επιτρέψτε μου και το λέω καλοπροαίρετα: σε αυτούς τους όρους όσα πρόσημα και όσους προσδιορισμούς και αν βάλουμε, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο. Όχι μόνον δεν θα διευρύνουν την επιρροή του χώρου αλλά και θα παραπέμπουν διαρκώς σε έναν υδαρή, θολό και επαμφοτερίζοντα χώρο, στέλνοντας παντού μηνύματα ετεροπροσδιορισμού. Διότι δεν αρκεί να λες ότι δεν είσαι ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ. Πρέπει να πεις ξεκάθαρα και τι είσαι, σε ποια μεγάλη πολιτική οικογένεια ανήκεις, ποια είναι επιτέλους η πολιτική σου ταυτότητα. Και η ταυτότητα αυτού του χώρου, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνομαι εγώ, έρχεται από πολύ μακριά και νομίζω ότι θα πάει και πολύ μακριά, για να θυμηθούμε ένα παλιό σύνθημα. Κι αυτό γιατί, παρότι άλλαξαν οι καιροί, δεν έχουν εκλείψει οι αιτίες που τον γέννησαν. Κάθε άλλο μάλιστα. Στην εποχή του αχαλίνωτου καπιταλισμού και του φονταμενταλισμού των αγορών, μια σύγχρονη ευρεία και ανανεωμένη Αριστερά –ή Κεντροαριστερά ή Σοσιαλδημοκρατία για όσους το προτιμούν– με τα συγκεκριμένα πάντως χαρακτηριστικά που προανέφερα, είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ. Όχι για τη σωτηρία της χώρας, γενικά και αόριστα, αλλά για την γνήσια και δημοκρατικά υπεύθυνη πολιτική εκπροσώπηση τόσο των νέων και δυναμικών κοινωνικών στρωμάτων, που μπορούν να αποτελέσουν την εμπροσθοφυλακή μιας μεγάλης φυγής προς τα μπρος, όσο και των παραδοσιακών κοινωνικών αναφορών αυτού του χώρου. Εννοώ φυσικά τους ραγδαία πολλαπλασιαζόμενους αδύναμους και κατατρεγμένους αυτής της κοινωνίας, η βελτίωση της ζωής των οποίων δεν πρέπει ποτέ να πάψει να αποτελεί την πρώτη πολιτική του προτεραιότητα, αν δεν θέλει να χάσει την ψυχή του.
Αφού λοιπόν ο χώρος πρέπει να έχει ταυτότητα, και οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις πρέπει να έχουν ταυτότητα. Πρέπει να είναι γνήσια και ριζικά προοδευτικές και να συνθέτουν μια συνολική πρόταση αναθέσμισης της χώρας, που σημαίνει όχι μόνον ανάταξη των θεσμών αλλά και μια νέα θεσμική αρχιτεκτονική, προς όφελος του λαού και του τόπου. Διότι οι θεσμοί, δεν είναι αυτοσκοπός και δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται υπό το πρίσμα μιας στείρας θεσμολαγνείας. Ούτε όμως πρέπει να προσχωρήσουμε στην άποψη μιας άκριτης προσαρμογής στα σημερινά δεδομένα, διότι αυτό ακριβώς που διαφοροποιεί την προοδευτική πολιτική από έναν άχρωμο εκμοντερνισμό είναι η προσεκτική διήθηση των διεθνών και ευρωπαϊκών δεδομένων και η επιλογή εκείνων των λύσεων που αντιστοιχούνται μεν στις νέες εξελίξεις, χωρίς όμως εκπτώσεις στις βασικές δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις του ευρωπαϊκού μοντέλου.
Εν κατακλείδι, το μεγάλο ζητούμενο για τους θεσμούς είναι να σχεδιασθούν και να οργανωθούν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εκπληρώσουν, ταυτόχρονα, έναν διττό κρίσιμο ρόλο: πρώτον καθοδηγητικό και παιδαγωγικό –διότι είναι γνωστό ότι οι θεσμοί παράγουν ιδεολογία– και δεύτερον λυτρωτικό για τη χώρα, δεδομένης της απελευθερωτικής πολιτικής και κοινωνικής δυναμικής που μπορούν να αναπτύξουν.
Με βάση λοιπόν το παραπάνω γενικό πλαίσιο μπορούμε πλέον να προσδιορίσουμε τα πεδία στα οποία πρέπει να κινηθεί μια γνήσια προοδευτική πολιτική και να ορίσουμε με τίτλους τις αναγκαίες θεσμικές μεταρρυθμίσεις:
Α. ΠΕΔΙΟ ΠΡΩΤΟ: η ρήξη με τον βαθύτατο κρατικοοικονομικό «καθεστωτισμό», που διαπερνά σήμερα όλες τις πτυχές και όλες τις εκδοχές του πολιτικοδιοικητικοού μας συστήματος.
Η ρήξη αυτή είναι απαραίτητη, προκειμένου ο χώρος αυτός να πείσει για ένα νέο ξεκίνημα, αρκεί βέβαια να διακριθεί σαφώς από τις ποικίλες «αντισυστημικές» και σε τελευταία ανάλυση αντιδημοκρατικές αντιλήψεις που καλλιεργήθηκαν την περίοδο των «αγανακτισμένων».
Μετά και από την επισήμανση αυτή ας δούμε τα επί μέρους βήματα αυτής της ρήξης:
Πρώτο βήμα: η εξάλειψη των ποικίλων προνομίων των μελών των τριών εξουσιών. Όχι μόνον γιατί δεν έχουν πλέον καμία δικαιολογητική βάση αλλά και διότι καλλιεργούν και αναπαράγουν καθεστωτικές νοοτροπίες και πρακτικές, που αναγορεύουν τους κατόχους τους σε μια στεγανοποιημένη elite, αποκομμένη από τα προβλήματα και τις αγωνίες των ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων.
Μια ειδικότερη πτυχή αυτών των προνομίων είναι αυτά που αφορούν τις ποινικές και πολιτικές ευθύνες του πολιτικού προσωπικού. Και για τις μεν πρώτες είναι πανθομολογούμενο πλέον ότι πρέπει να καταργηθεί η διαφορετική ποινική αντιμετώπιση τόσο των υπουργών όσο και, εν μέρει, των βουλευτών. Και ως προς τις δεύτερες όμως υπάρχει σοβαρό πρόβλημα διότι και στις εξεταστικές επιτροπές κυριαρχούν συχνά λογικές συγκάλυψης και αποσιώπησης, που επιτείνουν την απαξίωση του πολιτικού συστήματος. Ερωτάται λοιπόν: γιατί να μην ανατίθεται το έργο των εξεταστικών επιτροπών σε ανεξάρτητες προσωπικότητες, με απόφαση βέβαια της Βουλής, ώστε να μην υπάρχει υπόνοια για πρυτάνευση μικροκομματικών σκοπιμοτήτων;
Δεύτερο βήμα ρήξης με τον καθεστωτισμό: η καταπολέμηση των υπόγειων αθέμιτων συναλλαγών του πολιτικού προσωπικού με ποικίλα οικονομικά και μιντιακά συμφέροντα, στο πλαίσιο της διαβόητης πλέον διαπλοκής, η οποία βέβαια δεν είναι κατασκεύασμα, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, αλλά υπαρκτή και οδυνηρή πραγματικότητα. Τι σημαίνει όμως μια τέτοια ρήξη;
α. Επιβολή πλήρους διαφάνειας για την χρηματοδότηση και γενικότερα την οικονομική και επικοινωνιακή ενίσχυση κομμάτων και υποψηφίων, τόσο στις βουλευτικές όσο και στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Οι λύσεις υπάρχουν και έχουν ήδη διατυπωθεί από σχετική επιτροπή, στην οποία συμμετείχα μαζί με τον αγαπητό συνάδελφο Νίκο Αλιβιζάτο, ως πρόεδρο. Το μόνο που απομένει είναι να επιδειχθεί ισχυρή πολιτική βούληση και να επιλυθούν κάποια αμφιλεγόμενα ζητήματα, όπως η δυνατότητα χρηματοδότησης των κομμάτων και από εταιρείες και επιχειρήσεις, στην οποία προσωπικά είμαι κατηγορηματικά αντίθετος.
β. Συνολική, πλουραλιστική και εκ βάθρων αναρρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου, με ταυτόχρονη ριζική αναδιοργάνωση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, ώστε να καταργηθεί επιτέλους το καθεστώς της ανομίας και της συναλλαγής και να τεθούν καθαροί και σαφείς κανόνες προς όλους, τόσο ως προς την παροχή όσο και ως προς την διατήρηση των αδειών. Δυστυχώς, με τις τελευταίες κινήσεις της η κυβέρνηση όχι μόνο σπατάλησε την μεγάλη ευκαιρία, μετά την ψηφιοποίηση του σήματος, αλλά και κατέστησε φανερό ότι κινείται με κριτήρια ρεβανσισμού και ελέγχου του νέου τοπίου. Αλλά και η απόφαση των κομμάτων αυτού του χώρου να μην συμβάλουν στην συγκρότηση του ΕΣΡ, με την επίκληση μιας ανύπαρκτης αντισυνταγματικότητας (ως προς το ποιος καθορίζει τον αριθμό των αδειών) δεν ήταν ασφαλώς η καλύτερη, διότι δυστυχώς έδωσε δικαιολογημένα λαβή για τις κατηγορίες περί σύμπλευσης με τους καναλάρχες…
Τρίτο βήμα ρήξης με τον κρατικοοικονομικά καθεστωτισμό είναι η ανατροπή κατεστημένων νοοτροπιών και πρακτικών στο εσωτερικό της διοικητικής μηχανής, που εκδηλώνονται όχι μόνον μέσω μιας σκαιάς γραφειοκρατικής αντιμετώπισης αλλά και μέσω αδιαφανών και συχνά παράνομων συναλλαγών πάσης φύσεως. Δυστυχώς είναι προφανές ότι στην πολιτική ζωή της χώρας δεν υπάρχει, από καμία πλευρά, σχέδιο για την επιτελική αναδιάρθρωση του κράτους, που προϋποθέτει τον ριζικό διαχωρισμό των αρμοδιοτήτων σχεδιασμού και ελέγχου από τις εκτελεστικές αρμοδιότητες. Και όμως αυτό είναι το σημείο κλειδί: το να αποτελέσει ο σχεδιασμός και ο έλεγχος το αποκλειστικό αντικείμενο των υπουργείων, τα οποία θα είναι πλέον μικρά, ευέλικτα και επιτελικά, με ολιγάριθμο αλλά υψηλών προδιαγραφών προσωπικό, που θα προκύπτει από ανοιχτό διαγωνισμό σε όλον τον δημόσιο τομέα. Όσο δε για τις εκτελεστικές αρμοδιότητες, αυτές πρέπει να μεταφερθούν προς τα κάτω, σε φορείς είτε της αποκεντρωμένης καθ’ύλην διοίκησης είτε –ιδίως – της αυτοδιοίκησης, η οποία σταδιακά, στο πλαίσιο ενός ευρύτερου μετασχηματισμού του κράτους, πρέπει να υποκαταστήσει πλήρως την αποκεντρωμένη διοίκηση, με ταυτόχρονη και πολλαπλή αναβάθμιση του ρόλου της.
Αυτές οι αλλαγές, μάλιστα, επιβάλλεται να συνδυασθούν με την ριζική αναδιοργάνωση των ΚΕΠ, ώστε να μετατραπούν σε ολοκληρωμένα τοπικά διοικητικά κέντρα, αλλά και με την κατάργηση –σε μεγάλο βαθμό– των προληπτικών ελέγχων ως προς την παροχή των πάσης φύσεως διοικητικών αδειών, ώστε να βελτιωθεί ραγδαία η αποτελεσματικότητα του κρατικού μηχανισμού αλλά και να χτυπηθούν στη ρίζα τους σημαντικές εστίες διαφθοράς και διαπλοκής.
Β. ΠΕΔΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ: η υπεράσπιση των κοινωνικών κατακτήσεων που συγκροτούν τον πυρήνα του ευρωπαϊκού κοινωνικού μοντέλου, που βρίσκεται το τελευταίο διάστημα στο μάτι του κυκλώνα.
Πρώτο βήμα: η διασφάλιση της δεσμευτικότητα των κοινωνικών δικαιωμάτων, μέσω της συνταγματικής κατοχύρωσης ενός εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης που θα ενισχύσει τον πυρήνα τους.
Δεύτερο βήμα: Η συνολική αναμόρφωση των προνοιακών μηχανισμών, χωρίς δογματικές εμμονές σε συντεχνιακά κεκτημένα, ώστε να εξορθολογισθεί το σύστημα, να συνδεθεί με την κοινωνική οικονομία και ιδίως να απεμπλακεί από την λογική της πελατειακής συναλλαγής, ώστε να εξοικονομηθούν προσωπικό και πόροι που θα πραγματώσουν το περιεχόμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Τρίτο βήμα: Η θωράκιση, με επιλεγμένες παρεμβάσεις, των εργασιακών δικαιωμάτων, ώστε να αποτραπεί η γενικευμένη και στοχευμένη προσπάθεια μιας ριζικής ανατροπής των εργασιακών σχέσεων. Αυτό όμως δεν σημαίνει ούτε τυφλή υπεράσπιση των πάσης φύσεως συντεχνιακών στρεβλώσεων αλλά ούτε και ότι πρέπει να κλείνουμε τα μάτια στην ανάγκη να διαμορφωθεί μια πιο ευέλικτη αγορά εργασίας, εν όψει της οικονομικής κρίσης και της ραγδαίας αύξησης της ανεργίας. Ο ευρηματικός όρος flexi security, όπως τον έχει εξειδικεύσει υποδειγματικά στη χώρα μας ο παλιός μου δάσκαλος Γιάννης Κουκιάδης, είναι η λέξη κλειδί για μια θεσμική πολιτική που θα ισορροπεί προσεκτικά ανάμεσα αφενός μεν στην αναγκαία διασφάλιση της συλλογικής αυτονομίας και του δικαιώματος της απεργίας αφετέρου δε στην προσεκτική και κριτική προσαρμογή στις αυξημένες απαιτήσεις ενός άκρως ανταγωνιστικού περιβάλλοντος.
ΠΕΔΙΟ ΤΡΙΤΟ: η ολοκλήρωση αλλά και η θωράκιση του δημοκρατικού χαρακτήρα του πολιτεύματος.
Σε μια εποχή στην οποία κυριαρχεί η κρίση αντιπροσώπευσης και η απαξίωση των κομμάτων, χρειάζεται νομίζω ένας ευρύτερος προβληματισμός, από όλες τις δυνάμεις που αποδέχονται ως πλαίσιο αναφοράς την σύγχρονη αντιπροσωπευτική δημοκρατία, για την εξεύρεση λύσεων που θα επανενεργοποιήσουν τα κουρασμένα αντανακλαστικά της και θα αναζωπυρώσουν το ενδιαφέρον των πολιτών για τα κοινά.
Τι σημαίνει όμως αυτό στην πράξη;
Πρώτο βήμα: η αλλαγή του εκλογικού συστήματος, με προέχον κριτήριο τη διασφάλιση της ισοδυναμίας της ψήφου, που πηγάζει σε τελευταία ανάλυση από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, χωρίς όμως να αγνοείται και η παράμετρος της κυβερνησιμότητας. Νομίζω ότι όλα αυτά μπορούν να διασφαλισθούν με μια κατάλληλη τροποποίηση του νόμου Σκανδαλίδη, που δεν ήταν καθόλου κακός, βάσει των ισχυουσών τότε συνθηκών του δικομματισμού.
Θα μπορούσε δηλαδή, πέρα από το αναγκαίο σπάσιμο των μεγάλων εκλογικών περιφερειών, να προβλέπεται μεν μπόνους για τον πρώτο εκλογικό σχηματισμό, κόμμα ή συνασπισμό αδιακρίτως, αλλά να δίδεται υπό αυστηρούς όρους: αφενός να έχει συγκεντρωθεί ένα υψηλό ποσοστό (από 42-44%) και αφετέρου να υπάρχει από τον δεύτερο διαφορά τουλάχιστον 2%.
Παράλληλα, προκειμένου να χτυπηθούν οι αθέμιτες συναλλαγές του πελατειακού συστήματος αλλά και να ενισχυθεί η εσωκομματική δημοκρατία, θεωρώ ότι πρέπει να εισαχθεί και το σύστημα της ανατρεπόμενης λίστας, που ισχύει σε αρκετές χώρες. Τι σημαίνει αυτό; Ότι οι εκλογές διεξάγονται με λίστα αλλά αν ο πολίτης διαφωνεί με τη σειρά μπορεί να την αλλάξει ψηφίζοντας κάποιον χαμηλά στη λίστα. Αν αυτός συγκεντρώσει ένα ορισμένο ποσοστό, καταλαμβάνει τη θέση του πρώτου.
Το μεγάλο πλεονέκτημα των λύσεων που προτείνω είναι νομίζω το ότι τον τελευταίο λόγο τον έχει τελικά ο πολίτης. Αυτός αποφασίζει αν το σύστημα θα είναι απλή αναλογική ή σύστημα ενίσχυσης του πρώτου εκλογικού σχηματισμού και αυτός έχει τη δύναμη να αποδεχθεί ή να απορρίψει την κομματική λίστα που του προτείνεται.
Δεύτερο βήμα στο πεδίο των δημοκρατικών αλλαγών: Ο λελογισμένος εμπλουτισμός της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με θεσμούς άμεσης συμμετοχής (και όχι άμεσης δημοκρατίας). Το δημοψήφισμα – παρωδία του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο, ειρήσθω εν παρόδω, κακώς νομιμοποιήσαμε με την ψήφο μας, δεν πρέπει νομίζω να μας αποτρέψει από έναν σοβαρό προβληματισμό για την συνταγματική καθιέρωση αφενός μεν πολλαπλά εγγυημένου δημοψηφίσματος, ενδεχομένως δε και σε συνταγματικό επίπεδο, αν αλλάξει η διαδικασία αναθεώρησης. Σε κάθε δε περίπτωση πρέπει να συζητήσουμε εναλλακτικές μορφές νομοθετικής πρωτοβουλίας, τόσο από την Τοπική Αυτοδιοίκηση όσο και από τον ίδιο τον λαό, κάτι το οποίο, άλλωστε, ακόμη και η ΕΕ έχει υιοθετήσει.
Το τρίτο βήμα αφορά τα ίδια τα κόμματα, στα οποία θα μπορούσε να επιβληθεί συνταγματικά ένα minimum εσωτερικών δημοκρατικών διαδικασιών, που θα ελέγχεται και δικαστικά. Νομίζω ότι πρέπει να ξεφύγουμε επιτέλους από μια λογική στεγανοποίησης των κομμάτων, που εύλογα είχε επικρατήσει στην μεταπολίτευση, και να τα αντιμετωπίσουμε πλέον στην πραγματική τους διάσταση: ως συνταγματικούς θεσμούς που βρίσκονται στην καρδιά του πολιτεύματος και άρα πρέπει αποδεδειγμένα να υπηρετούν την δημοκρατική λειτουργία του.
Αυτό δε συνεπάγεται και μια δεύτερη συναφή αλλαγή: ότι τα κόμματα πρέπει να ελέγχονται δικαστικά, επί ποινή αποκλεισμού τους από τις εκλογές, και όταν παρεκτρέπονται προς επικίνδυνες για την δημοκρατία ατραπούς. Όταν για παράδειγμα κρύβουν στον μανδύα τους εγκληματικές οργανώσεις που αποσκοπούν στην ανατροπή της δημοκρατίας και την καταπάτηση των αξιών της. Αρκετά νομίζω με τις υπερευαισθησίες ορισμένων, είτε αυθεντικές είτε προσχηματικές. Η δημοκρατία είναι το πιο ανεκτικό πολίτευμα αλλά δεν πρέπει επουδενί να είναι ένα ανίσχυρο πολίτευμα. Άλλο η ανοχή της κριτικής και της αμφισβήτησής της, που πρέπει να είναι πλήρως εγγυημένη στο πλαίσιο της ελευθερίας της έκφρασης, και άλλο η συνειδητή και έμπρακτη υπονόμευσή της από τους οπαδούς του όποιου ολοκληρωτισμού (προς τους οποίους, δυστυχώς, ένα υπολογίσιμο κομμάτι τόσο της παραδοσιακής Δεξιάς όσο και της παραδοσιακής Αριστεράς, κατά περίπτωση, εξακολουθεί να διατηρεί εκλεκτικές συγγένειες).
Τρίτο βήμα: Η καθιέρωση Συνταγματικού Δικαστηρίου. Το θέμα δεν αφορά μόνο τον έλεγχο της λειτουργίας των κομμάτων, όπως τέθηκε προηγουμένως, αλλά και ορισμένων κυβερνητικών πράξεων, όπως για παράδειγμα οι Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου και το Δημοψήφισμα, που εκφεύγουν σήμερα σκανδαλωδώς του δικαστικού ελέγχου συνταγματικότητας.
Και γενικότερα βέβαια η πρόταση για Συνταγματικό Δικαστήριο έχει τεθεί από καιρό επί τάπητος, διότι το σημερινό σύστημα ελέγχου συνταγματικότητας χωλαίνει πολλαπλά. Από εκεί και πέρα, βέβαια, υπάρχουν ανοιχτά αρκετά ζητήματα: Θα είναι ένα εντελώς νέο Δικαστήριο; Θα είναι θεσμική μετεξέλιξη του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, το οποίο θα αλλάξει ριζικά τόσο ως προς τη σύνθεση όσο και ως προς τις αρμοδιότητες; Θα προβλέπεται και προληπτικός έλεγχος και σε ποια έκταση; Οι αποφάσεις αυτές απαιτούν προσεκτική στάθμιση, στο πλαίσιο ενός νηφάλιου και απροκατάληπτου διαλόγου, κρισιμότερο σημείο του οποίου θα είναι, αναμφίβολα, ο τρόπος ανάδειξης των μελών του όποιου Συνταγματικού Δικαστηρίου επιλεγεί τελικά.
ΠΕΔΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ: Εξορθολογισμός της λειτουργίας του πολιτεύματος.
Πρώτο βήμα: η καθιέρωση αντιβάρων, στο πεδίο της εκτελεστικής εξουσίας, με επιλεκτική ενίσχυση, ιδίως, των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, ενδεχομένως δε και με καθιέρωση Γερουσίας. Δεν θα επεκταθώ αναλυτικά σε επί μέρους προτάσεις, θέλω όμως να επισημάνω, ενδεικτικά, ότι δεν πρέπει μεν να επιστρέψουν στον Πρόεδρο όλες οι αρμοδιότητες του Συντάγματος του 1975, που είχε φτιάξει ο Κων/νος Καραμανλής στα μέτρα του, αλλά μπορούν να προστεθούν κάποιες νέες, όπως η ανάδειξη της ηγεσίας της δικαιοσύνης και των ανεξάρτητων αρχών, μετά από πρόταση περισσότερων προσώπων από την κυβέρνηση ή την Βουλή, και η σύσκεψη των αρχηγών υπό την προεδρία του.
Δεύτερο βήμα: Το ασυμβίβαστο της ιδιότητας υπουργού και βουλευτή.
Προσωπικά, παρότι συμμερίζομαι σε πολλά σημεία την λογική αυτής της πρότασης, έχω επιφυλάξεις για μια γενικευμένη καθιέρωση τέτοιου ασυμβιβάστου, διότι φοβούμαι ότι είναι εν τέλει έξω από την λογική του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος. Θα προτιμούσα ένα μερικό ασυμβίβαστο, όπως περίπου αυτό που ισχύει στην κοιτίδα του κοινοβουλευτισμού, την Αγγλία. Δηλαδή να προβλέπεται ένα συγκεκριμένο ποσοστό μελών της νομοθετικής εξουσίας, πχ 5% για τα ελληνικά δεδομένα, που θα μπορούν να γίνονται υπουργοί, ώστε να αξιοποιούνται τουλάχιστον τα κορυφαία κοινοβουλευτικά στελέχη.
ΠΕΔΙΟ ΠΕΜΠΤΟ ΚΑΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ: Η διεύρυνση του πολιτικού φιλελευθερισμού.
Θα εστιάσω σε δύο επίμαχα ζητήματα, που αποτελούν, νομίζω, και τα τελευταία αγκάθια στο πεδίο αυτό.
Πρώτο Βήμα: Σχέσεις Κράτους Εκκλησίας
Το θέμα είναι πολυσύνθετο, διότι σε τελευταία ανάλυση αφορά τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος, προς τον οποίο βέβαια δεν είναι συμβατή η ύπαρξη μιας θρησκείας εν είδει κρατικής ιδεολογίας αλλά ούτε και η λειτουργία μιας Εκκλησίας με ιδιαίτερο καθεστώς και ιδιαίτερα προνόμια.
Από εκεί και πέρα, όμως, δεν υπάρχει μια μόνο αντιμετώπιση του θέματος, στην λογική του άσπρου-μαύρου. Πέρα από τον στεγανό και σχεδόν εχθρικό χωρισμό κράτους – εκκλησίας τύπου Γαλλίας, που όπως είναι γνωστό διαμορφώθηκε σε ιδιάζουσες ιστορικές συνθήκες, υπάρχει μια ευρεία γκάμα μορφών χωρισμού, ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες και την νομική πραγματικότητα της κάθε χώρας.
Σήμερα βρισκόμαστε πλέον στο πιο κρίσιμο σταυροδρόμι και πρέπει να κινηθούμε πολύ προσεκτικά, χωρίς τυμπανοκρουσίες, απολυτότητες και υποτιμητικές επιθέσεις. Το μεγάλο ζητούμενο είναι να επιτευχθεί μεν ο στόχος της αμοιβαίας απεμπλοκής, στο πλαίσιο μιας νέας ρύθμισης, αλλά χωρίς να τραυματισθεί η σχέση του ελληνικού κράτους με την Ορθοδοξία, η πλούσια πνευματική συμβολή της οποίας αποτελεί αναμφίβολα αναπόσπαστο στοιχείο της εθνικής και πολιτιστικής μας παράδοσης.
Μια τέτοια προσέγγιση στην πράξη σημαίνει τα εξής:
Πρώτον, ότι οι νομοθετικές παρεμβάσεις πρέπει να συνεχισθούν, στον δρόμο που έχει ανοίξει ήδη ο Νίκος Αλιβιζάτος με την Ένωση Δικαιωμάτων.
Δεύτερον ότι η προσπάθεια του νυν υπουργού παιδείας για την αντικατάσταση του υποχρεωτικού και βιωματικού κατηχητισμού με ένα θρησκειολογικό μάθημα, όπως το έχει προσδιορίσει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων, πρέπει να στηριχθεί ανεπιφύλακτα.
Τρίτον ότι είναι αναγκαίο πλέον να υπάρξει και μια συνταγματική επισφράγιση της πορείας θρησκευτικού αποχρωματισμού τους κράτους. Αυτό θα μπορούσε να γίνει είτε επιλέγοντας από τον ευρωπαϊκό χώρο την πλησιέστερη προς τα δικά μας δεδομένα συνταγματική διατύπωση περί χωρισμού κράτους – εκκλησίας, όπως πχ της Ισπανίας, είτε με την υιοθέτηση μιας ευρηματικής πρότασης του Ευάγγελου Βενιζέλου, με τον οποίο σημειωτέον έχω διαφωνήσει έντονα στο παρελθόν, για την χαμένη σχετική ευκαιρία της αναθεώρησης του 2001.
Ποια είναι η πρόταση αυτή; Να παραμείνει μεν η διάταξη του άρθρου 3, που προβλέπει επικρατούσα θρησκεία –ενόψει και του ότι στο άρθρο αυτό ρυθμίζονται και οι σχέσεις με το Πατριαρχείο– αλλά να υπάρξει στο τέλος μια ερμηνευτική δήλωση, όπως έγινε για τους αντιρρησίες συνείδησης το 2001, που θα αποκλείει ρητά την χρησιμοποίησή της σαν περιορισμού των ατομικών δικαιωμάτων. Δεν είναι η πιο καθαρή λύση αλλά ίσως είναι αυτή που μπορεί να οδηγήσει ευκολότερα, πρώτον στις αναγκαίες πολιτικές συνθέσεις, για να περάσει, και δεύτερον στην διαμόρφωση ενός κλίματος αποδοχής από την Εκκλησία της Ορθόδοξης Θρησκείας, χωρίς να αισθανθεί απειλούμενη ή διωκόμενη.
Δεύτερο βήμα: η κατάργηση του αποκλειστικά κρατικού χαρακτήρα της ανώτατης εκπαίδευσης
Άφησα τελευταία αυτήν την μεταρρύθμιση, διότι δεν σας κρύβω ότι ακόμη δεν είμαι κατασταλαγμένος. Όχι τόσο για το ζήτημα της αρχής αλλά διότι έχω έντονο φόβο μήπως η ίδρυση μη κρατικών Πανεπιστημίων θα είχε την ίδια εξέλιξη με την μη κρατική ραδιοτηλεόραση, μήπως δηλαδή καταλήξει σε μια υποβαθμισμένη και ασύδοτη αγορά μεταλλαγμένων ιδιωτικών ΙΕΚ. Ωστόσο, κλίνω πλέον προς την άποψη ότι δεν έχει νόημα να δίνουμε μάχες οπισθοφυλακής, μπροστά στην νέα ευρωπαϊκή πραγματικότητα της εκπαίδευσης. Άρα πρέπει να ρίξουμε το βάρος πρώτον στις προδιαγραφές για την ίδρυση μη κρατικών ΑΕΙ, δεύτερον στην αυστηρή εποπτεία τους και τρίτον στην πλήρη και σχεδιασμένη αξιοποίησή τους, ώστε να καταστήσουμε τη χώρα, σε επιλεγμένους τομείς, εκπαιδευτικό κέντρο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μεσογείου.
Κλείνω, επισημαίνοντας δύο σημαντικά δεδομένα, ως προς τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις:
Πρώτον, το ότι η σημερινή φάση της διακυβερνητικής και συντηρητικής αναδίπλωσης του ενοποιητικού οράματος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, απαιτεί έναν γενικότερο κριτικό αναστοχασμό τόσο ως προς το μέλλον της όσο και ως προς την θέση της χώρας σε αυτήν. Άλλο ο αταλάντευτος ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας και άλλο ο αφελής και άκριτος ευρωπαϊσμός, από όπου και αν προέρχεται.
Δεύτερον, το ότι οι ρευστές πολιτικές εξελίξεις και ο φόβος να αναδειχθούν τυχάρπαστες πλειοψηφίες πρέπει να μας καθιστούν επιφυλακτικούς για ένα συνολικό άνοιγμα της ατζέντας της συνταγματικής αναθεώρησης, διότι δεν ξέρουμε τι μπορεί να μας ξημερώσει αν επικρατήσουν σε μια αναθεωρητική Βουλή οι δυνάμεις του «συνταγματικού λαϊκισμού» απέναντι στις δυνάμεις του «συνταγματικού πατριωτισμού».
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, αυτό που επείγει είναι η επεξεργασία μια ολοκληρωμένης μεταρρυθμιστικής στρατηγικής, που θα κινείται σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο αρχών και αξιών. Έχω δε βαθύτατη πεποίθηση ότι το πλαίσιο αυτό, το οποίο σε αδρές γραμμές προσπάθησα να περιγράψω, είναι ο μόνος δρόμος για την χάραξη μιας γνήσια προοδευτικής πολιτικής, που θα σηματοδοτήσει την ιδεολογική αφύπνιση και την πολιτική επανεκκίνηση αυτού του χώρου.
*Το κείμενο αυτό είναι επεξεργασμένη μορφή ομιλίας που έγινε στις 6.6.2016 στο Αμφιθέατρο της Τεχνόπολης του Δήμου Αθηναίων στο Γκάζι, στο πλαίσιο εκδήλωσης της Επιτροπής Διαλόγου και Θέσεων για τις Προοδευτικές Μεταρρυθμίσεις, με τίτλο: “Οι μεγάλες θεσμικές αλλαγές που είναι αναγκαίες για μια νέα αρχή στη χώρα”