Όπως είναι γνωστό, η πρόσφατη εξαγγελία του πρωθυπουργού για συνταγματική αναθεώρηση περιλαμβάνει ειδικό κεφάλαιο για την “ενίσχυση των θεσμών άμεσης δημοκρατίας”. Οι συγκεκριμένες προτάσεις έχουν αρκετά θετικά στοιχεία αλλά η όλη προσέγγιση του θέματος είναι προδήλως προβληματική, τόσο ως προς την χρησιμοποιούμενη ορολογία, η οποία οδηγεί αναπόφευκτα σε παρανοήσεις, όσο και ως προς την ουσία, η οποία αφήνει πολλά περιθώρια για πολιτικές και συνταγματικές στρεβλώσεις. Ειδικότερα:
Α. Η χρήση του όρου “θεσμοί άμεσης δημοκρατίας” είναι στην καλύτερη περίπτωση εσφαλμένη και στην χειρότερη παραπλανητική, όταν κινούμαστε στο πλαίσιο των σύγχρονων δημοκρατικών πολιτευμάτων, δεδομένου ότι αυτά βασίζονται, με ρητές συνταγματικές επιταγές, στο αντιπροσωπευτικό σύστημα (το οποίο μάλιστα, για τα ευρωπαϊκά δεδομένα, συνδέεται άρρηκτα με το κοινοβουλευτικό σύστημα, που απαιτεί εξάρτηση της κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη του ή των αντιπροσωπευτικών σωμάτων).
Ως εκ τούτου, οι ισχύοντες θεσμοί δεν νοείται να υποκατασταθούν από “θεσμούς άμεσης δημοκρατίας”, όχι μόνον γιατί αυτοί παραπέμπουν σε άλλον τύπο πολιτεύματος (σαν αυτόν που ίσχυσε στην αρχαιότητα και εξακολουθεί εν μέρει να ισχύει στην Ελβετία) αλλά και γιατί καλλιεργούν την λογική της παντοδυναμίας του λαού ερήμην των συνταγματικών δεσμεύσεων των άρθρων 1 και 110 του ελληνικού Συντάγματος, που ορίζουν ως θεμελιώδη και μη αναθεωρήσιμη αρχή του πολιτεύματος την “προεδρευόμενη κοινοβουλευτική δημοκρατία”.
Το ζητούμενο, λοιπόν, με βάση τα ανωτέρω, δεν είναι η συνεχής επίκληση της “άμεσης δημοκρατίας” -πολλώ δε μάλλον όταν συνδέεται με την πολλαπλά τραυματική, για το Σύνταγμα και τους θεσμούς, εμπειρία του τελευταίου δημοψηφίσματος- αλλά η αντιμετώπιση της υπαρκτής κρίσης πολιτικοποίησης και αντιπροσώπευσης, μέσω του λελογισμένου εμπλουτισμού των δημοκρατικών στοιχείων του πολιτεύματός μας με θεσμούς άμεσης λαϊκής συμμετοχής (και όχι “άμεσης δημοκρατίας”). Ένας τέτοιος εμπλουτισμός, μακριά από λαϊκιστικά στερεότυπα και λογικές αλλοίωσης του πολιτεύματος, αποτελεί την καλύτερη απάντηση στην λογική των “τεχνικών της εξουσίας”, που αποστρέφονται, με πρόσχημα τον λαϊκισμό, κάθε ιδέα αναβάθμισης του πολιτικού ρόλου του εκλογικού σώματος.
Β. Όσον αφορά την ουσία των σχετικών προτάσεων του πρωθυπουργού, επισημαίνονται τα εξής:
α. Οι προτάσεις για λαϊκή πρωτοβουλία ως προς την διεξαγωγή δημοψηφίσματος και την ψήφιση νόμου κινούνται προς την σωστή κατεύθυνση (δεδομένου και του μεγάλου αριθμού υπογραφών που απαιτούνται) αλλά είναι ελλιπείς και μονομερείς, διότι δεν αντιμετωπίζουν αυτούς τους θεσμούς στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης και πολλαπλά εγγυημένης δημοκρατικής παρέμβασης.
β. Η πρόταση για “υποχρέωση κύρωσης με δημοψήφισμα, οποιασδήποτε συνθήκης μεταβιβάζει κυριαρχικές αρμοδιότητες του Κράτους”, όπως διατυπώνεται, είναι απόλυτη, υπερβολική και εν τέλει εξαιρετικά προβληματική.
γ. Σε όλες τις παραπάνω προτάσεις απουσιάζει παντελώς κάθε αναφορά σε συνταγματικές εγγυήσεις που θα διασφαλίζουν την δημοκρατικότητα και γνησιότητα των προτεινόμενων θεσμών (ώστε να μην είναι δυνατόν να επαναληφθούν θεσμικές αλχημείες σαν αυτές που σφράγισαν την διεξαγωγή του τελευταίου δημοψηφίσματος).
Η δική μου άποψη, όπως την είχα διατυπώσει ιδίως στην μελέτη μου “Σύνταγμα και Δημοκρατία στην εποχή της παγκοσμιοποίησης” (Αντ. Σάκκουλας, Αθήνα 2000), είναι η ακόλουθη:
Δυνατότητα πρότασης για δημοψήφισμα που αφορά σοβαρό εθνικό θέμα πρέπει να έχουν όλοι οι φορείς του πολιτεύματος και συγκεκριμένα α) ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όπως υπό το Σύνταγμα του 1975, β) η κυβέρνηση, όπως υπό το ισχύον Σύνταγμα του 1975/1986, γ) η Βουλή, με 120 τουλάχιστον μέλη της και δ) οι πολίτες, με συγκεκριμένο αριθμό υπογραφών (όπως στην πρόταση του πρωθυπουργού). Ωστόσο, θα πρέπει να προβλέπεται όχι μόνον χρονικός περιορισμός (ένα κατά τετραετία, για την κάθε πλευρά) αλλά και ρητή εξαίρεση των θεμάτων που άπτονται των ατομικών δικαιωμάτων (τα οποία είναι συστατικά στοιχεία του κράτους δικαίου και δεν νοείται να βρίσκονται, ανά πάσα στιγμή, υπό την δαμόκλειο σπάθη μιας συγκυριακής πλειοψηφίας). Παράλληλα, πρέπει να καθιερώνονται σαφείς εγγυήσεις, τόσο για την διατύπωση των ερωτημάτων όσο και για τους όρους διεξαγωγής, με προληπτικό δικαστικό έλεγχο από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ή από ένα, καθιερωτέο κατά την άποψή μου, Συνταγματικό Δικαστήριο), μετά από σχετικό αίτημα είτε του Προέδρου είτε της Κυβέρνησης είτε της Βουλής (120 τουλάχιστον βουλευτές).
Η δυνατότητα πρότασης για “καταργητικό” δημοψήφισμα από τους πολίτες δεν πρέπει να αφορά μόνο “ψηφισμένο νόμο”, όπως στην πρόταση του πρωθυπουργού, αλλά και “ψηφισμένο νομοσχέδιο”, όπως ισχύει σήμερα για την Βουλή (με πρόταση 120 και απόφαση 180 τουλάχιστον μελών της).
Η άμεση λαϊκή συμμετοχή θα μπορούσε να επεκταθεί και στην αναθεωρητική διαδικασία, με την καθιέρωση λαϊκής συνταγματικής πρωτοβουλίας ή/και συνταγματικού δημοψηφίσματος, σύμφωνα με όσα υποστήριξα στο προηγούμενο άρθρο μου.
Τέλος, ως προς την παραχώρηση κυριαρχικών αρμοδιοτήτων, θεωρώ ότι η βασική μέριμνα του αναθεωρητικού νομοθέτη πρέπει να είναι η επέκταση της αυξημένης πλειοψηφίας των 3/5 σε όλα τα ζητήματα που ρυθμίζει το άρθρο 28 Σ (παραχώρηση κρατικών αρμοδιοτήτων σε υπερεθνικά όργανα και εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας), με ρητή εξαίρεση ως προς την ενίσχυση των δημοκρατικά εκλεγμένων οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως το Ευρωκοινοβούλιο (για την οποία θα αρκούν 151). Παράλληλα, όμως, θα μπορούσε να προβλεφθεί και ειδικό δημοψήφισμα, αφ’ενός μεν αν το ζητήσει ο Πρόεδρος ή μεγάλος αριθμός πολιτών (πχ 2.000.000), για επικύρωση των σχετικών αποφάσεων της Βουλής, αφ’ετέρου δε αν το ζητήσει η Κυβέρνηση, σε περίπτωση απόρριψης σχετικής πρότασής της από τη Βουλή.
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 03.09.2016