Είναι φανερό, το τελευταίο διάστημα, ότι η χώρα χάνει τη μια ευκαιρία μετά την άλλη για την –προ πολλού αναγκαία– ριζική αναθέσμισή της.
Βασικός υπαίτιος αυτής της αποτυχίας είναι ένα ανώριμο και προβληματικό πολιτικό σύστημα το οποίο, με προεξάρχουσα την κυβέρνηση, τυρβάζει περί άλλα και αδυνατεί να ανταποκριθεί, έστω και στοιχειωδώς, στις προκλήσεις των καιρών.
Έτσι, αντί να αναληφθούν πρωτοβουλίες για θαρραλέες υπερβάσεις και ρηξικέλευθες κινήσεις, που θα οδηγούσαν σε μια συνολική αλλαγή παραδείγματος, το πολιτικό μας σύστημα είτε επιδίδεται σε κινήσεις μικροπολιτικής ή υπηρέτησης ιδιοτελών συμφερόντων είτε αναλίσκεται σε στείρες και ανούσιες αντιπαραθέσεις.
Α. Η αρχή έγινε με την πλήρη αποτυχία να συμφωνηθεί ένα σταθερό και δίκαιο εκλογικό σύστημα, το οποίο αφ’ ενός μεν θα αντιμετώπιζε τις τερατώδεις συνταγματικές στρεβλώσεις του ισχύοντος, αφ’ ετέρου δε θα επέτρεπε τη δημιουργία σταθερής κυβέρνησης, αν ο νικητής των εκλογών υπερέβαινε ένα συγκεκριμένο υψηλό ποσοστό, κοντά στην αυτοδυναμία (π.χ. 44-45%).
Αντί αυτού, η μεν αξιωματική αντιπολίτευση επέμεινε πεισματικά στο σημερινό θεσμικό εξάμβλωμα, η δε κυβέρνηση κατέληξε εν τέλει, μετά από κάποιες αρχικές αμφιταλαντεύσεις, σε μια σπασμωδική και μικροκομματικά υπαγορευμένη επιλογή, η οποία δεν αποκαθιστά παρά μόνον μερικώς την ισοδυναμία της ψήφου, δεδομένου ότι αφ’ ενός μεν παραμένει –και ορθά– το εκλογικό κατώφλι του 3% (που μπορεί να αφήσει χωρίς αντιπροσώπευση μεγάλο ποσοστό εκλογέων), αφ’ ετέρου δε διότι δεν άλλαξε στο παραμικρό την ισχύουσα διαίρεση σε εκλογικές περιφέρειες (που όχι μόνον επιφέρει τεράστιες ανισότητες της ψήφου, σε τοπικό επίπεδο, αλλά και αποτελεί μόνιμη αιτία διαπλοκής και κυριαρχίας του μαύρου πολιτικού χρήματος).
Β. Τη σκυτάλη πήρε η τραγική αποτυχία να επιτευχθεί μια συναινετική και ορθολογική ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου, το οποίο λειτουργούσε εξ υπαρχής –με τεράστια την ευθύνη της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ– σε πλήρη αντίθεση με τις συνταγματικές επιταγές.
Αντί λοιπόν να αναληφθούν πρωτοβουλίες ώστε να διασφαλιστούν επιτέλους αυτές οι επιταγές, με την οργάνωση μιας θεσμικά πρόσφορης και αδιάβλητης αδειοδοτικής διαδικασίας, στην μεν κυβέρνηση επικράτησε η λογική του ρεβανσισμού και του πολιτικού ελέγχου της ενημέρωσης, στη δε αντιπολίτευση πρυτάνευσε η πλήρης συμπόρευση με τους «καναλάρχες», στο πλαίσιο ενός ιδιοτελούς δούναι και λαβείν.
Το αποτέλεσμα ήταν πρώτον να περιοριστεί χωρίς λόγο η εξωτερική πολυφωνία (με την αδικαιολόγητη συρρίκνωση του αριθμού των καναλιών σε τέσσερα), δεύτερον να εξουδετερωθεί, με ευθύνη τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης, η Ανεξάρτητη Αρχή που πραγματώνει τον κατά το Σύνταγμα «άμεσο έλεγχο του κράτους» (δηλαδή το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης) και τρίτον να αγνοηθούν πλήρως οι συνταγματικές αρχές που διέπουν τη λειτουργία της τηλεόρασης (ισότητα, αντικειμενικότητα, ποιότητα), αφού ως μοναδικό κριτήριο για την αδειοδότηση επελέγη –και μάλιστα από μια «αριστερή» κυβέρνηση…– το «πορτοφόλι των επενδυτών» (των όποιων «επενδυτών», αφού δεν προβλέπεται κανένα κώλυμα…).
Το αποτέλεσμα είναι γνωστό: μια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη αδειοδοτική διαδικασία, μια προβληματική αποχώρηση και αναπλήρωση και ένα αντιπολιτευτικό παραλήρημα όλων των λειτουργούντων ιδιωτικών καναλιών, που έχουν παραβιάσει κάθε κανόνα εσωτερικής πολυφωνίας και δημοσιογραφικής δεοντολογίας.
Πιθανώς δε έπεται και συνέχεια, που όπως φαίνεται θα διατηρήσει σε πλήρη ασάφεια και αβεβαιότητα τη νέα τηλεοπτική πραγματικότητα, η οποία αποκτά, ολοένα και περισσότερο, τριτοκοσμικά χαρακτηριστικά…
Γ. Η τελευταία και ίσως ακόμη σημαντικότερη αποτυχία θα είναι, όπως φαίνεται, η συνταγματική αναθεώρηση.
Η κυβέρνηση, αφού ξεπέρασε τις αρχικές «αυταπάτες» της για συντακτική συνέλευση και συνταγματικό δημοψήφισμα (που δεν έχουν καμία σχέση με ομαλές δημοκρατικές περιόδους…), εν τέλει κατέληξε σε μια πρόταση η οποία επί της ουσίας μεν μπορεί να αποτελέσει βάση συζήτησης –χωρίς πάντως να αποτελεί κάτι ιδιαίτερα πρωτότυπο ή ρηξικέλευθο, όπως είχα την ευκαιρία να επισημάνω αναλυτικά σε προηγούμενο άρθρο–, επί της διαδικασίας όμως είναι ανεκδιήγητη.
Πράγματι, η απόφαση να μην προχωρήσει αμέσως στη Βουλή η προβλεπόμενη από το Σύνταγμα διαδικασία αναθεώρησης, αλλά να προηγηθεί μια μακρόχρονη, πλαδαρή και ακαθόριστη διαδικασία «διαβούλευσης» με τον λαό, προκειμένου να εξειδικευτούν την άνοιξη οι προτάσεις, στην ουσία παραπέμπει το όλο ζήτημα στις καλένδες, με ορατό κίνδυνο να ματαιωθεί και αυτή η πρωτοβουλία, πέφτοντας θύμα, όπως και άλλες προηγούμενες, απρόοπτων πολιτικών εξελίξεων.
Είναι δε παράδοξο το ότι ούτε η αξιωματική αντιπολίτευση, παρότι διαθέτει τους απαιτούμενους 50 βουλευτές, δεν αποφασίζει να φέρει μια πρόταση αναθεώρησης στη Βουλή προκειμένου να επιταχύνει τις εξελίξεις.
Έτσι, εμφανίζεται και αυτή, για ακόμη μια φορά, ανακόλουθη, διότι ενώ στα λόγια έχει αναγορεύσει, εδώ και πολλά χρόνια, την αναθεώρηση σε σημαντική προτεραιότητα, στην πράξη δεν έχει αναλάβει, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση, καμία σχετική πρωτοβουλία.
Δ. Κλείνοντας, δεν αντέχω τον πειρασμό να επισημάνω μια επιπλέον ανακολουθία της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που ενδέχεται να οδηγήσει σε ακόμη μια χαμένη ευκαιρία. Πρόκειται για τη στάση της απέναντι στο ζήτημα της αλλαγής του χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών, η οποία δείχνει πόσο ρηχές και απατηλές αποδεικνύονται, στο πεδίο αυτό, οι «φιλελεύθερες» εξαγγελίες της.
Πράγματι, το μόνο που κάνει η Ν.Δ., όταν ανακύπτει ζήτημα σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας, είναι να υποτάσσεται (εκούσα άκουσα…) στις «ελληνοχριστιανικές» επιταγές της Ιεραρχίας, ξεχνώντας ότι η ελεύθερη –δηλαδή η απαλλαγμένη από υποχρεωτικό και βιωματικό κατηχητισμό– διαμόρφωση της θρησκευτικής συνείδησης στο σχολείο είναι μια από τις σημαντικότερες πτυχές του ατομικού αυτοκαθορισμού του ανθρώπου…
*Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, 01.10.2016