Συνέντευξη στην εφημερίδα «Ηπειρωτικός Αγών» και τον δημοσιογράφο Αποστόλη Τζελέτα
Υπάρχει σήμερα η διάκριση Αριστεράς-Δεξιάς ή μήπως οι λέξεις είναι κενές περιεχομένου;
Πιστεύω βαθύτατα, κ. Τζελέτα, και αυτό προσπάθησα να δείξω με το βιβλίο μου «Ποια Αριστερά;», ότι ναι μεν άλλαξαν οι καιροί αλλά αυτό σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι έχουν εκλείψει οι αιτίες που γέννησαν αυτόν το πολιτικό χώρο. Κάθε άλλο μάλιστα. Μιλώντας τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο, ακόμη και αν δεν υπήρχε η Αριστερά θα έπρεπε να την ανακαλύψουμε. Στην εποχή του “αχαλίνωτου καπιταλισμού” και του “φονταμενταλισμού των αγορών”, η Αριστερά είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ, ως δύναμη ευαισθησίας και εγρήγορσης, αντίστασης και ελπίδας. Η Αριστερά είναι η μόνη που αντιλαμβάνεται την πολιτική ως διαδικασία συνεχών ρήξεων με στυγνές ατομικιστικές αντιλήψεις, απεχθείς κοινωνικές διακρίσεις, κραυγαλέες ανισότητες, παγιωμένα συμφέροντα και παραδοσιακές ή νεόκοπες εξουσίες. Παράλληλα όμως είναι και η μόνη που μπορεί να δώσει μάχες για την γνήσια πολιτική εκπροσώπηση των κοινωνικών δυνάμεων της προόδου, της δημιουργίας και της αλληλεγγύης. Διότι αυτό που την διακρίνει από τις άλλες πολιτικές δυνάμεις είναι το ότι μπορεί προνομιακά να συνδέσει, να συνθέσει και να εξισορροπήσει στους κόλπους της, από την μία τα νέα και δυναμικά κοινωνικά στρώματα, που αποτελούν την εμπροσθοφυλακή μιας μεγάλης φυγής προς τα μπρος, και από την άλλη τις παραδοσιακές κοινωνικές αναφορές της, δηλαδή τους ραγδαία πολλαπλασιαζόμενους αδύναμους και κατατρεγμένους αυτής της κοινωνίας, που είναι και τα μεγαλύτερα θύματα της κρίσης.
Με άλλα λόγια η απάντηση που δίνω μέσα από το βιβλίο μου στο υπαρξιακό αυτό ερώτημα που θέσατε είναι ότι η Αριστερά εξακολουθεί να είναι το μόνο ισχυρό πολιτικό αντίβαρο απέναντι στην επαπειλούμενη επικράτηση μιας παγκόσμιας πολιτικοοικονομικής ολιγαρχίας και συνάμα η μόνη εποικοδομητική δύναμη για ένα ελπιδοφόρο μέλλον της ανθρωπότητας. Για να διαδραματίσει όμως έναν τέτοιο διττό ρόλο απαιτείται ο συνολικός αναπροσδιορισμός της προοδευτικής της ταυτότητας. Απαιτείται, δηλαδή, πρώτον να αποβάλει όλα εκείνα τα στοιχεία που την κρατούν καθηλωμένη στο παρελθόν, δεύτερον να αποτινάξει από πάνω της κάθε νοοτροπία και πρακτική που την οδηγεί σε άκριτους συμβιβασμούς και «καθεστωτικές» μεταλλάξεις και τρίτον να ξεπεράσει τον «επαρχιωτισμό» της, που την περιορίζει στα στενά εθνικά σύνορα, διεκδικώντας έναν ευρύτερο ευρωπαϊκό αλλά και οικουμενικό ρόλο.
Ένα βιβλίο με τον τίτλο “Ποια αριστερά;” είχε εκδώσει και ο Λεωνίδας Κύρκος το 1987. Έλεγε τότε ότι η πρόκληση της εποχής μας είναι η Νέα Αριστερά. Σήμερα, τελικά, τι Αριστερά έχουμε στην Ελλάδα;
Ο αείμνηστος Λεωνίδας Κύρκος στήριξε τις ελπίδες του για μια νέα Αριστερά στον Ευρωκομμουνισμό. Οι ελπίδες του όμως δεν επιβεβαιώθηκαν, ιδίως μετά από την πτώση του τείχους του Βερολίνου, παρότι η συνεισφορά αυτού του αμφισβητησιακού ρεύματος της Αριστεράς ήταν σημαντική σε επίπεδο αναλύσεων, προτάσεων και αξιών. Κατά την άποψή μου το σημερινό ζητούμενο από τον προοδευτικό χώρο είναι να εκφράσει και ταυτόχρονα να επικαιροποιήσει τις καλύτερες παραδόσεις της σοσιαλδημοκρατίας –που βρίσκεται σε φάση περισυλλογής– του ευρωκομμουνισμού και της πολιτικής οικολογίας, συνθέτοντας μια νέα, πλουραλιστική, ρηξικέλευθη και ανοιχτόμυαλη Αριστερά. Μόνο μια τέτοια Αριστερά, που θα υπερβεί σταδιακά τις διακρίσεις και τις διαφορετικές καταβολές των επί μέρους συνιστωσών της και θα ανταποκριθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στην πραγματικότητα μιας ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας, μπορεί να αποτελέσει πειστική και σοβαρή εναλλακτική λύση απέναντι στις νεοσυντηρητικές πολιτικές δυνάμεις και στις αδίστακτες ιδιωτικές εξουσίες που τις χειραγωγούν.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ειδικότερα, σπεύδω να επισημάνω ότι είμαστε η χώρα των ψευδεπιγράφων. Γι αυτό στο βιβλίο μου αναφέρομαι στην Αριστερά με την ευρωπαϊκή έννοια του όρου και όχι με την ελληνική, η οποία παραδόξως, από πολλές πλευρές, ταυτίζεται μόνο με τις –αμφιλεγόμενες– κομμουνιστογενείς εκδοχές της και αποκλείει αυθαίρετα τον χώρο της σοσιαλιστικής και δημοκρατικής Αριστεράς, που κυριάρχησε στη χώρα μας –ως πραγματική «πρώτη φορά Αριστερά»– με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ. Αυτός ο χώρος, όμως, ανεξάρτητα από σημερινές πολιτικές ονομασίες και κομματικές εντάξεις ή συμπάθειες, είναι και στην χώρα μας ο βασικός κορμός γύρω από τον οποίο θα διαμορφωθεί σταδιακά μια νέα πλουραλιστική και δημοκρατική Αριστερά, με ευρωπαϊκή προοπτική, όπως την σκιαγράφησα προηγουμένως.
Τα τελευταία 24ωρα, όλη η επικαιρότητα κινείται γύρω από τις αποκαλύψεις για τη Novartis. Πως κρίνετε τους χειρισμούς της κυβέρνησης και πως σχολιάζετε τις καταγγελίες της αντιπολίτευσης, που κάνει λόγο για παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη;
Είναι πολύ νωρίς ακόμη για έναν επιστήμονα που σέβεται τον ρόλο του να διακινδυνεύσει την διατύπωση μιας ολοκληρωμένης άποψης για όσα διαδραματίζονται με επίκεντρο αυτήν την ιστορία. Το μόνο που μπορεί να πει κανείς αυτή τη στιγμή με βεβαιότητα είναι ότι η κυβέρνηση, για μια ακόμη φορά, κινείται πολιτικά με τρόπο που τραυματίζει τους θεσμούς. Η κραυγαλέα ανάμειξη υπουργών αλλά και του ίδιου του πρωθυπουργού σε θέματα που αφορούν την ποινική ευθύνη των υπουργών, προκειμένου να κερδίσουν τις εντυπώσεις, είναι προδήλως εκτός των συνταγματικών αρμοδιοτήτων τους. Είναι δε αμφίβολο και το αν τους προσφέρει οποιοδήποτε πολιτικό όφελος. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, επί της ουσίας πρέπει να μην βιαζόμαστε να βγάλουμε συμπεράσματα, διότι κανείς δεν φαίνεται να γνωρίζει με βεβαιότητα τι ακριβώς περιλαμβάνουν και που αναφέρονται οι δικογραφίες. Δεν σας κρύβω πάντως ότι διαισθάνομαι πως η υπόθεση αυτή, παρότι αφορά ένα πραγματικό σκάνδαλο –την υπέρογκη υπερτιμολόγηση των φαρμάκων– θα καταλήξει εν τέλει σε φιάσκο, τουλάχιστον ως προς το μεγαλύτερο μέρος των αναφερομένων πολιτικών προσώπων…
Είστε ιδρυτικό και ενεργό μέλος του επιστημονικού Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης». Τι θα έλεγε αν ζούσε σήμερα ο διαπρεπέστερος Έλληνας συνταγματολόγος της γενιάς του και δάσκαλός σας;
Από μία άποψη χαίρομαι που δεν έζησε την περίοδο της κρίσης, διότι είμαι βέβαιος ότι θα τον έθλιβαν απέραντα οι δυσβάστακτες κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις της και ιδίως τα βαρύτατα θεσμικά τραύματα που υπέστη η Δημοκρατία μας, για την οποία αγωνίσθηκε τόσο σκληρά και με τόσο προσωπικό κόστος, όταν άλλοι, που σήμερα το παίζουν εκ του ασφαλούς επαναστάτες, συμβιβάζονταν ή «λούφαζαν»…
Ωστόσο, γνωρίζω πολύ καλά –και βιωματικά– ότι ο Μάνεσης αντιπαρέθετε πάντα «την αισιοδοξία της βούλησης στην απαισιοδοξία της γνώσης» και είμαι βέβαιος ότι αν ζούσε θα πρωτοστατούσε σε κινήσεις για ανατροπή –σε όλα τα επίπεδα– της σημερινής καταθλιπτικής πραγματικότητας. Είναι βαθύτατη η πεποίθησή μου, κ. Τζελέτα, ότι ο Δάσκαλός μου Αριστόβουλος Μάνεσης όχι μόνον προσωποποιούσε, ως Διανοούμενος, ως Πολίτης αλλά και ως Άνθρωπος, το ιδεώδες μιας δημοκρατικής και ανοιχτόμυαλης Αριστεράς αλλά και ανήκει στις ελάχιστες περιπτώσεις για τις οποίες δεν ισχύει το «ουδείς αναντικατάστατος»…