Όταν πρωτοδιάβασα ορισμένα αποσπάσματα της απόφασης 660/2018 το πρώτο πράγμα που σκέφθηκα, 25 χρόνια μετά την μονογραφία μου περί θρησκευτικής εκπαίδευσης («Θρησκεία και Εκπαίδευση κατά το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ. Από τον κατηχητισμό στην πολυφωνία», εκδ. Σάκκουλας, Αθήνα 1993/1998), ήταν ότι έγινε λάθος και ότι διάβαζα ένα μαχητικό κείμενο της Εκκλησίας ή της Πανελλήνιας Ένωσης Θεολόγων.
Όταν όμως είδα πλέον το σύνολο της απόφασης κατάλαβα ότι το Συμβούλιο Επικρατείας ανέλαβε επιτέλους να υλοποιήσει, με πάνω από δύο δεκαετίες καθυστέρηση, το «όπισθεν ολοταχώς» του Μακαριστού Χριστόδουλου, υποδυόμενο τον ρόλο των φρουρών της Επανάστασης στο μακρινό Ιράν.
Ωστόσο, όταν πρόσεξα τον αριθμό των Συμβούλων της πλειοψηφίας ήρθε η καρδιά μου στη θέση της. Ένας πρόεδρος που μεθόδευσε την σύνθεση (αρκεί να δει κανείς το διαρρεύσαν έγγραφο των 18 διαμαρτυρομένων αντιπροέδρων και συμβούλων για να καταλάβει τι έγινε) και 8 ακόμη δικαστές δεν είναι εν τέλει αρκετοί για να αμαυρώσουν την ιστορία και την παράδοση του Συμβουλίου Επικρατείας. Το πολύ που μπορούν να κάνουν είναι να εκτεθούν ανεπανόρθωτα οι ίδιοι, αποτελώντας ζωντανό παράδειγμα προς αποφυγήν για το πώς η θρησκοληψία οδηγεί στην θεοκρατία, εκβάλλοντας την ερμηνεία του Συντάγματος από την κοίτη μιας σύγχρονης –δηλαδή ανοιχτής και δημοκρατικής– ευρωπαϊκής κοινωνίας.
Ίσως αυτά που λέω να φαίνονται υπερβολικά σε ορισμένους. Θα προσπαθήσω να αποδείξω ακριβώς το αντίθετο, αφού όμως προβώ σε μια αναγκαία διευκρίνιση.
Το πρόβλημά μου δεν είναι οι απόψεις της επίσημης Εκκλησίας (όπου και εκεί βέβαια υπάρχουν, ευτυχώς, σοβαρές αποχρώσεις). Μια απλή συγκριτική έρευνα δείχνει ότι όλες οι Εκκλησίες των μονοθεϊστικών θρησκειών χρησιμοποιούν τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα και προπαντός έχουν την ίδια νοοτροπία: πως θα εξασφαλίσουν, μέσω της εκπαίδευσης –δηλαδή με κρατικά δεκανίκια– την «αναπαραγωγή» των θρησκευτικών δοξασιών τους, κατ’επέκτασιν, δε και των όρων διατήρησης της θρησκευτικής εξουσίας τους.
Άρα λοιπόν, η δική μας Εκκλησία δεν έχει καμία ιδιαιτερότητα, αν εξαιρέσουμε ορισμένες γραφικές φιγούρες σαν τον Αμβρόσιο, που μπερδεύει διαρκώς την χούντα με το σημερινό πολίτευμα όπως ακριβώς μπερδεύει και την παλιά με την σημερινή του ιδιότητα.
Η μεγάλη διαφορά, όμως, με τις προηγμένες δημοκρατικά χώρες, είναι το ότι εκεί τόσο το πολιτικό σύστημα όσο και τα Δικαστήρια τόλμησαν από καιρό να λάβουν τις σωστές αποφάσεις. Εδώ, αντίθετα, μεν πολιτικό σύστημα είναι στην καλύτερη περίπτωση άτολμο και στην χειρότερη ψοφοδεές τα δε Δικαστήρια κατά κανόνα αισθάνονται την Εκκλησία σαν μια εκδοχή του βαθέος κράτους που δεν πρέπει να θίξουν. Ενίοτε όμως προχωρούν ακόμη περισσότερο, και αναλαμβάνουν τον ρόλο της μακράς χειρός της Εκκλησίας, όπως δείχνουν τα ουκ ολίγα παραδείγματα διασυρμού της χώρας μας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Το χειρότερο όμως παράδειγμα, σε ό,τι αφορά τουλάχιστον το ΣτΕ, είναι αναμφίβολα η συγκεκριμένη απόφαση (φαντάζομαι δε και η επόμενη, που εκκρεμεί).
Ο πρόεδρος –να τον χαίρεται παρεμπιπτόντως η κυβέρνησή που τον επέλεξε– και 8 ακόμη δικαστές όχι μόνον διαστρέβλωσαν ερμηνευτικά τις διατάξεις του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ αλλά και υπεισήλθαν, χωρίς κανένα σχετικό επιστημονικό υπόβαθρο, σε ζητήματα που ανήκουν αποκλειστικά σε ειδικούς θεολόγους. Το ίδιο έκανε, παραδόξως, και η –διαφοροποιημένη ως προς τον κατηχητισμό– μειοψηφία των τριών, με κάτι περίεργα και ακατάληπτα επιχειρήματα περί διδασκαλίας του «ιερού», που ούτε αρμοδιότεροι συνάδελφοι, όπως ο Γιάννης Κονιδάρης και ο Μανώλης Περσελής, δεν ήξεραν να μου απαντήσουν τι μπορεί να σημαίνει…
Δεν σκοπεύω βέβαια, ως προς τα παιδαγωγικά θέματα, να μιμηθώ τους φωτεινούς παντογνώστες της πλειοψηφίας. Πολλώ δε μάλλον όταν έχουμε στο πάνελ τον πλέον ειδικό γι αυτά τα θέματα, τον κ. Περσελή. Δεν αντέχω όμως στον πειρασμό να σχολιάσω την ακόλουθη ανεκδιήγητη πράγματι διατύπωση:
«στην ΘΕ 6 της Γ τάξης του Δημοτικού (με τίτλο «ποιος είναι ο Ιησούς Χριστός») ο Ιησούς Χριστός παρουσιάζεται ως «ξένος», ως «προσδοκώμενος Μεσσίας», ως «δάσκαλος που όλοι θαυμάζουν», ως «αγαπημένος φίλος», όχι όμως ως Σωτήρας του κόσμου».
Είναι φανερό ότι στην πλειοψηφία δεν αρκεί μόνο η απόφαση. Φλέγεται από την επιθυμία να γράψει και τα βιβλία των θρησκευτικών. Προτείνω λοιπόν ο υπουργός να τους κάνει τη χάρη, αλλά και να τους αναθέσει επιπλέον και τον εκκλησιασμό και την προσευχή, για να ολοκληρωθεί έτσι το καθηκοντολόγιό τους…
Ας σοβαρευτούμε όμως. Το πράγμα θα ήταν αστείο αν δεν ήταν τραγικό. Διότι τραγικό είναι να βλέπει κανείς να επαναλαμβάνονται από ένα Ανώτατο Δικαστήριο μιας σύγχρονης ευρωπαϊκής χώρας –όπως ελπίζω ότι είναι ακόμη η Ελλάδα– απόψεις που αποπνέουν θρησκευτικό ολοκληρωτισμό παλαιάς κοπής, όπως αυτός που επικρατούσε στο πρώην ανατολικό μπλοκ, με την υποχρεωτική αθεϊστική προπαγάνδα, ή στην δική μας χούντα, του «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών».
Ποιο είναι το βασικό πρόβλημα της απόφασης; Ότι ανατρέπει εντελώς, ετσιθελικά και αυθαίρετα, την φυσιολογική πορεία του ερμηνευτικού συλλογισμού.
Αρχίζουμε από το άρθρο 16 παρ. 2, περί «ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης». Σε ποιο πεδίο ανήκει αυτή η διατύπωση; Στο πεδίο των ατομικών δικαιωμάτων. Πως θα ερμηνευθεί λοιπόν;
Ξεκινάμε από την ιστορική ερμηνεία: η διάταξη τέθηκε εκ των υστέρων –αρχικά δεν υπήρχε– και με σαφή αντιδιαστολή, ως προς την ουδέτερη διατύπωσή της, σε σχέση με την αντίστοιχη φορτισμένη μετεμφυλιακή διάταξη του Σ 1952, που έλεγε ότι η θρησκευτική εκπαίδευση βασίζεται στις αρχές του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Ειρήσθω εν παρόδω, όταν διάβασα την απόφαση το πρώτο που σκέφθηκα ήταν ότι η πλειοψηφία της δεν κατάλαβε ότι αυτή η διάταξη άλλαξε…
Ας προχωρήσουμε, όμως, στην συστηματική και τελολογική ερμηνεία; Με ποιες διατάξεις συνδέεται προνομιακά η εν λόγω διάταξη; Προεχόντως αλλά και αναπόσπαστα με την διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1, που κατοχυρώνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης. Τι σημαίνει όμως, κατ’αρχάς, θρησκευτική συνείδηση; Σημαίνει –και επικαλούμαι τον αείμνηστο Δάσκαλό μου Αριστόβουλο Μάνεση– το ενδιάθετο φρόνημα για το θείο, είτε θετικό, υπέρ κάποιου δόγματος ή θρησκεύματος, είτε αρνητικό. Με βάση τον ορισμό αυτό, η ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης περιλαμβάνει πρώτον το δικαίωμα, να διαμορφώνω ανεπηρέαστα το ενδιάθετό μου φρόνημα, δεύτερον το δικαίωμα να το αλλάζω κατά το δοκούν και τρίτον το δικαίωμα να το δηλώνω ή να μην το δηλώνω.
Όταν λοιπόν το Σύνταγμα λέει «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» είναι δυνατόν να την εννοεί αποκομμένη από την από την θεσμική της βιόσφαιρα και ενταγμένη σε μια λογική πολλαπλής και βιωματικής χειραγώγησης;
Αλλά και γενικότερα: Είναι δυνατόν να νοηθεί «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» χωρίς καμία αναγωγή στη μήτρα των ατομικών δικαιωμάτων, δηλαδή στην διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περί ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας; Τι είδους ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας μπορεί να φαντασθεί κανείς όταν ένα βασικό στοιχείο της προσωπικότητας, δηλαδή το ενδιάθετο φρόνημα για το θείο, θεωρείται ασφυκτικά και υποχρεωτικά προδιαγραμμένο για όσους έχουν νηπιοβαπτισθεί; Και τι μπορεί να σημαίνει άραγε, σε συνάρτηση με αυτό, η διάταξη του ίδιου του άρθρου 16 παρ. 2, για την «διάπλαση ελεύθερων πολιτών»;…
Η βασική λοιπόν κανονιστική συνέπεια του άρθρου 16 παρ. 2 είναι ότι επιβάλλει οπωσδήποτε, υπό μια μορφή θρησκευτικής εκπαίδευσης, οριοθετώντας την μεν αυστηρά στο πλαίσιο της συνταγματικής ελευθερίας αλλά και αποκλείοντας συστήματα πλήρους αποκοπής της από το σχολείο (όπως της Γαλλίας ή των ΗΠΑ). Κατά την άποψή μου, δε, πράττει ορθά διότι συμμερίζομαι την άποψη του Ρεζι Ντεμπρέ ότι το θρησκευτικό φαινόμενο είναι πολύ σοβαρό θέμα για να μένει εκτός εκπαίδευσης και ότι, κατ’επέκτασιν, οι μαθητές, χωρίς το αντίβαρο μιας ανοιχτής και ανεκτικής προσέγγισης, είναι εν δυνάμει εύκολα θύματα των κάθε λογής οικογενειακών και κοινωνικών φονταμενταλισμών…
Αυτό το κρατάμε, προς το παρόν, διότι θα επανέλθουμε, και προχωράμε στον αντεστραμμένο συλλογισμό της πλειοψηφίας της απόφασης.
Από πού ξεκινά αυτός ο συλλογισμός; Από το άρθρο 3, περί «επικρατούσας θρησκείας». Δηλαδή από μια διάταξη που ανήκει στο οργανωτικό μέρος του Συντάγματος και που αποβλέπει, κατά την ιστορική ερμηνεία, στην απλή «διαπίστωση» των θρησκευτικών δεδομένων και στον καθορισμό, με βάση αυτά τα δεδομένα, του εορτολογίου και των αργιών. Αυτά επί λέξει τόνισε στη συζήτηση για το Σύνταγμα του 1975 ο τότε υπουργός παιδείας Ζέππος, καθησυχάζοντας εκείνους που αντιδρούσαν. Προσωπικά θα προχωρούσα και λίγο περισσότερο, αποδεχόμενος και το “honoris causa” που έλεγε στον 19ο αιώνα ο Παύλος Καλλιγάς, που συνεπάγεται, κατά την άποψή μου, και μια ιδιαίτερη απόδοση τιμής και σεβασμού, λόγω του ότι η Ορθοδοξία πράγματι αποτελεί κρίσιμο στοιχείο της εθνικής και πολιτισμικής μας παράδοσης.
Και βεβαίως υπάρχει και μια τρίτη διάσταση του άρθρου 3, που αφορά την ρύθμιση των σχέσεων της επικρατούσας θρησκείας με το Πατριαρχείο, που ασφαλώς δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Κατά τον Ευάγγελο Βενιζέλο, μάλιστα, που μόνο για αντιεκκλησιαστική στάση δεν μπορεί να κατηγορηθεί, «μόνο για το λόγο αυτό υπάρχει το άρθρο 3 ιστορικά στα Ελληνικά Συντάγματα».
Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το άρθρο 3 δεν υπάρχει στο Σύνταγμα σαν περιορισμός της θρησκευτικής ελευθερίας, όπως το θέλει η πλειοψηφία της απόφασης. Ειδικότερα, δε, κανείς από όσους ασχολήθηκαν επιστημονικά με το θέμα δεν αποδέχεται το ότι «επικρατούσα θρησκεία» σημαίνει θρησκεία που πρέπει πάση θυσία και με κάθε μέσο να επικρατεί μέσω της θρησκευτικής εκπαίδευσης. Ξεκινώ από τους αείμνηστους Δασκάλους μου Μάνεση και Τσάτσο, συνεχίζω με τους επιγόνους, Μανιτάκη, Αλιβιζάτο, Βενιζέλο και φθάνω σε όλους τους νεότερους που έγραψαν σχετικά κείμενα, μηδενός εξαιρουμένου.
Η πλειοψηφία όμως της απόφασης είναι απτόητη. Το τι λέει σύσσωμη η θεωρία του Συνταγματικού Δικαίου δεν έχει γι αυτήν καμία σημασία. Όπως δεν έχει σημασία, βέβαια, ούτε η εμβληματική απόφαση 2280/2001 του ΣτΕ για τις ταυτότητες (με διπλάσιους, επισημαίνω, δικαστές) ούτε το ad hoc Πρακτικό Επεξεργασίας 347/2002, που δεν μνημονεύεται καν –όλως τυχαίως– στην απόφαση. Το μόνο που την ενδιέφερε ήταν να μηρυκάσει αυτό που λέει η Εκκλησία, ιδίως μετά την εμφανή στροφή που έκανε ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, προσεγγίζοντας πλέον όλο και πιο πολύ τις απόψεις του Μακαριστού Χριστόδουλου.
Τι λέει λοιπόν η Εκκλησία και επαναλαμβάνει άκριτα και αβασάνιστα η πλειοψηφία της απόφασης; Επειδή δεν τολμά πλέον να ισχυρισθεί ότι είναι κρατική θρησκεία, έχει βρει το σόφισμα της «πλειοψηφίας», που οδηγεί σε πλειοψηφική παραφθορά της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης. Κατά το σόφισμα αυτό, αφού οι ορθόδοξοι γονείς είναι η συντριπτική πλειοψηφία –όρος μεταφερμένος επίτηδες από το πεδίο των πολιτικών δικαιωμάτων, αντί του ορθού πλειονότητα– έχουν αξίωση να ζητούν θρησκευτική εκπαίδευση σύμφωνα με τα δικά τους πιστεύω. Και ποιός διερμηνεύει αυτά τα πιστεύω; Μα φυσικά η επίσημη Εκκλησία. Άρα αυτή πρέπει να καθορίζει το περιεχόμενο του μαθήματος, το οποίο βεβαίως πρέπει να είναι ακραιφνώς «ελληνοχριστιανικό», δηλαδή να αποβλέπει, όπως επανειλημμένα αποφαίνεται η πλειοψηφία του ΣτΕ, σε έναν μονοφωνικό και υποχρεωτικό κατηχητισμό, συνδυασμένο με βιωματικές μορφές δογματικού διαποτισμού –όπως ο εκκλησιασμός και η προσευχή– μην τύχει και ξεφύγει κανείς από τους νηπιοβαπτισθέντες ορθοδόξους μαθητές από τον ορθό δρόμο και μπει στον πειρασμό του αγνωστικισμού. Ούτε τα μαρκαρισμένα γελάδια στη μακρινό West δεν είχαν τέτοια μεταχείριση.
Ωστόσο η πλειοψηφία είναι μεγαλόψυχη. Αν κάνει κάποιος δήλωση θρησκευτικών ή αθρησκευτικών φρονημάτων –δηλαδή αν δεχθεί την παραβίαση της θρησκευτικής του συνείδησης, όπως είδαμε– μπορεί και να αποφύγει την θρησκευτική προπαγάνδα…
Το ίδιο ισχύει και για τους δασκάλους, στο δημοτικό, όχι όμως και για τους θεολόγους, διότι κατά την Εκκλησία και την πλειοψηφία της απόφασης δεν νοείται καν να δηλώσουν κάτι άλλο εκτός από ορθόδοξοι, παρά τις ad hoc σχετικές αποφάσεις 194/1987 και 1798/1989 του ΣτΕ (εισηγητές οι Κουβελάκης και Ανεμογιάννης, αντίστοιχα).
Χαρακτήρισα την προσέγγιση αυτή σόφισμα, για δύο λόγους:
Ο πρώτος είναι ότι η αναγόρευση της Ιεραρχίας σε αυθεντικό εκφραστή της βούλησης όλων των ορθοδόξων είναι εντελώς αυθαίρετη και εν τέλει ψευδεπίγραφη. Ζούμε σε μια εποχή που η σχέση με το θείο, όπως έχει λεχθεί χαρακτηριστικά, είναι εν πολλοίς ala carte. Πράγματι, στις σχετικές δημοσκοπήσεις, οι Χριστιανοί Ορθόδοξοι είναι, γενικώς, 80-90%. Με βάση όμως τις ίδιες δημοσκοπήσεις, πόσοι από αυτούς πιστεύουν στην μεταθανάτια ζωή; Ούτε οι μισοί. Πόσοι πιστεύουν ότι οι προγαμιαίες σχέσεις ή η έκτρωση είναι αμαρτία; Ούτε το 1/3. Πόσοι πηγαίνουν Εκκλησία μόνο Χριστούγεννα και Πάσχα; Σχεδόν το 1/3. Πόσοι δεν πηγαίνουν καθόλου; Πάνω από 10%.
Ο κατάλογος είναι μακρύς και το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα. Οι απόψεις της επίσημης Εκκλησίας κάθε άλλο παρά εκπροσωπούν γενικά την λεγόμενη πλειοψηφία, πολλώ δε μάλλον ερήμην οποιασδήποτε δημοκρατικής διαδικασίας στο εσωτερικό της. Περίτρανη δε απόδειξη γι αυτό ήταν το «γιαλαντζί» δημοψήφισμα για τις ταυτότητες. Παρότι δεν υπήρχε καμία ουσιαστικά εγγύηση ως προς τον έλεγχο της συμμετοχής, αυτή που ανακοινώθηκε επίσημα από την Εκκλησία ήταν μικρότερη από το 1/3 του εκλογικού σώματος. Για μια υπόθεση δηλαδή που η Εκκλησία έδωσε τον υπέρ πάντων αγώνα και επιστράτευσε όλα τα μέσα, ο τότε Αρχιεπίσκοπος, παρότι χαρισματικός στην επικοινωνία, δεν κατάφερε να πείσει ότι εκπροσωπεί ούτε καν την απλή «πλειοψηφία» των νηπιοβαπτισθέντων ορθοδόξων. Από πού κι ως που λοιπόν η Ιεραρχία έχει την αξίωση να μιλάει εξ ονόματος όλων των πιστών; Και πως προστατεύει το παιδί του από ένα κατηχητικό μάθημα ένας Ορθόδοξος που διαφωνεί ριζικά ή που δεν θέλει να έχει καμία επαφή με την Ιεραρχία ή που ανήκει, για να χρησιμοποιήσω μια φράση του Θανάση Παπαθανασίου που μου άρεσε, στην πολιτιστική και όχι στην θεολογική Ορθοδοξία;
Το ακόμη χειρότερο, με βάση αυτήν την προσέγγιση, είναι η επίκληση της ΕΣΔΑ και ειδικότερα του άρθρου 2 του πρόσθετου πρωτοκόλου, που λέει ότι οι γονείς έχουν δικαίωμα να ανατρέφουν τα παιδιά τους σύμφωνα με τις δικές τους πεποιθήσεις. Από πού συνήγαγε η πλειοψηφία ότι από το δικαίωμα αυτό προκύπτει αξίωση των γονιών να επιβάλλουν στο σχολείο την θρησκευτική εκπαίδευση που τους αρέσει, ένας θεός το ξέρει. Πρόκειται, πράγματι, για τον ορισμό της ερμηνευτικής διαστρέβλωσης, για δύο λόγους:
Αφ’ενός μεν διότι το ΕΔΔΑ έχει ρητά κρίνει –σε πανομοιότυπη υπόθεση που αφορούσε τη Σουηδία (40 Mothers v. Sweden)– ότι το δημόσιο σχολείο δεν είναι και δεν μπορεί να είναι προέκταση της θέλησης των γονέων, καθώς σε ένα δημοκρατικό και άρα ουδετερόθρησκο κράτος είναι αδιανόητο η εκπαιδευτική πολιτική να ασκείται κατά παραγγελίαν.
Αφ’ετέρου δε διότι το ΕΔΔΑ έχει επανειλημμένα αποφανθεί, αρχής γενομένης από υπόθεση που αφορούσε τη Δανία (Kjeldsen v. Denmark), πρώτον ότι η θρησκευτική εκπαίδευση δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται από «δογματική εμφύτευση θρησκευτικών ιδεών (“indoctrination”) και δεύτερον ότι πρέπει να παρέχεται «με κριτικό αντικειμενικό και πλουραλιστικό τρόπο».
Σας φαίνεται ότι με αυτή την νομολογία του ΕΔΔΑ μπορεί κανείς να επικαλείται την ΕΣΔΑ; Όχι λέει η κοινή λογική. Βεβαίως, απαντά έμμεσα η πλειοψηφία. Αρκεί να βαφτίσεις το κρέας ψάρι. Κι αν η νομολογιακή πραγματικότητα του ΕΔΔΑ είναι διαφορετική, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα…
Κλείνω με μια τελευταία κρίσιμη επισήμανση:
Με βάση την ορθή και όχι την θρησκοληπτική ερμηνεία του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ –την οποία διατύπωσε με πληρότητα η μειοψηφία των 5 της απόφασης, σώζοντας την τιμή του ΣτΕ– δύο μόνο είναι τα θεμιτά ευρωπαϊκά μοντέλα εκπαίδευσης που μπορούν να αντικαταστήσουν την θλιβερή μοναδικότητα του δικού μας, που δεν απέχει πολύ από την «πλύση εγκεφάλου» για να θυμηθούμε τον αείμνηστο Γεώργιο Κουμάντο.
Το πρώτο μοντέλο είναι το «προαιρετικό», και εφαρμόζεται ιδίως στις χώρες όπου κυριαρχεί η καθολική εκκλησία (Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία), μέσω «κογκορδάτων», δηλαδή συμφωνιών με το Βατικανό. Εκεί το μάθημα είναι μεν ομολογιακό (και όχι κατηχητικό), αλλά με απεριόριστο δικαίωμα εξαίρεσης, με ή χωρίς επιλογή εναλλακτικού προσφερόμενου μαθήματος. Για να γίνει δε αυτό δεν απαιτείται καμία επίκληση –και πολύ περισσότερο αποκάλυψη– της θρησκευτικής ταυτότητας.
Για να καταλάβουν οι σύμβουλοι της πλειοψηφίας τι σημαίνει σεβασμός της θρησκευτικής ελευθερίας, διότι φοβούμαι ότι είναι γι αυτούς terra incognita, αρκεί να αναφέρω ότι με βάση σχετική απόφαση του συνταγματικού δικαστηρίου της Πορτογαλίας, δήλωση πρέπει να κάνουν μόνον αυτοί που επιθυμούν και όχι αυτοί που δεν επιθυμούν να μετάσχουν στο μάθημα.
Το δεύτερο μοντέλο είναι το «θρησκειολογικό», και χαρακτηρίζει ιδίως τα κράτη που έχουν μεν, όπως και το δικό μας, μια μορφή επικρατούσας θρησκείας αλλά σέβονται, ταυτόχρονα, και μάλιστα πλήρως, και την θρησκευτική ελευθερία. Εκεί, ιδίως στην Αγγλία και τα σκανδιναβικά κράτη, το μάθημα είναι θρησκειολογικό, και εστιάζεται στην πλήρη και πλουραλιστική ενημέρωση όλων των μαθητών για το θρησκευτικό φαινόμενο, με κριτήριο την θρησκευτική ανεκτικότητα. Από το μάθημα απουσιάζει πλήρως ο κατηχητισμός αλλά δίδεται, ευλόγως, ποσοτική έμφαση στον χριστιανισμό και στο κατά χώρα επικρατούν δόγμα (το οποίο αποτελεί και εκεί στοιχείο της εθνικής και της πολιτισμικής παράδοσης για να μην έχουμε αυταπάτες περί ελληνικής ιδιαιτερότητας).
Αυτό είναι το μοντέλο που επελέγη και για τη χώρα μας, από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Και ευλόγως. Διότι αλλιώς είναι βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα επιβληθεί, με βάση τα ευρωπαϊκά δεδομένα, η άλλη λύση, της πλήρους προαιρετικότητας, η οποία, πέρα από το ότι είναι κατ’οικονομίαν ανεκτή, υπό το πρίσμα της θρησκευτικης ελευθερίας, θα οδηγούσε αναπόφευκτα ένα μεγάλο ποσοστό μαθητών εκτός θρησκευτικής εκπαίδευσης αλλά και ένα εξ ίσου μεγάλο ποσοστό θεολόγων σε ανεργία.
Εφαρμόσθηκε σωστά το μοντέλο που επελέγη; Δεν έχω πλήρη εικόνα του μεταβατικού αυτού σταδίου, δηλαδή έως ότου ετοιμασθούν τα βιβλία. Έχω την αίσθηση ότι για την δική μου προσέγγιση το μάθημα δεν είναι αρκούντως θρησκειολογικό. Μπορεί επίσης να υπήρξαν και υπερβολές ή αστοχίες. Προτιμώ να ακούσω επ’ αυτού την γνώμη του κ. Περσελή. Ωστόσο, το βέβαιο είναι ότι δεν έχει καμία σχέση με το μοντέλο του οποίου απολογητής εμφανίζεται η πλειοψηφία της απόφασης, κατηγορώντας μάλιστα το νέο πρόγραμμα ακόμη και για προσηλυτισμό, με προφανή άγνοια της νομικής σημασίας του όρου. Ως εκ τούτου, η στάση μας νομίζω ότι πρέπει να είναι κατ’αρχήν θετική, ευχόμενοι να βελτιωθεί και να προσαρμοσθεί πλήρως τόσο στις επιταγές της θρησκευτικής ελευθερίας όσο και στα εγχώρια θρησκευτικά δεδομένα. Τότε και μόνο τότε θα μπορέσει να εφαρμοσθεί για όλους, χωρίς αντιδράσεις, και όχι μόνο για τους ορθόδοξους. Αυτό σημαίνει βέβαια, ότι έτσι το μοντέλο αυτό θα μπορέσει για παράδειγμα να εφαρμοσθεί και στην Θράκη, ώστε να παύσει η ακόμη χειρότερη, εκεί, θρησκευτική προπαγάνδα, που νομιμοποιείται ακριβώς γιατί υπάρχει ο υποχρεωτικός κατηχητισμός υπέρ της επικρατούσας θρησκείας…
Αυτό ως απάντηση στον μητροπολίτη Σεραφείμ, ο οποίος κόπτεται υπέρ της αρχής της ισότητας, αποκρύπτοντας επιτηδείως το γιατί υπάρχουν αυτές οι διατάξεις για την ομολογιακή θρησκευτική εκπαίδευση των μη ορθοδόξων. Το ζήτημα δεν είναι να έχουν οι –νηπιοβαπτισθέντες– ορθόδοξοι μαθητές την ίδια υποχρεωτική κατήχηση με τους μουσουλμάνους αλλά να παύσουν, εν δυνάμει, όλοι οι μαθητές να υφίστανται δογματική χειραγώγηση των συνειδήσεών τους. Το ζήτημα, δηλαδή, δεν είναι ισότητα στην υποχρεωτική και δογματική χειραγώγηση αλλά στο απαραβίαστο της θρησκευτικής συνείδησης όλων των μαθητών.
Αυτό σημαίνει ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης, αυτό σημαίνει ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, αυτό σημαίνει διάπλαση ελεύθερων πολιτών. Πολύ φοβούμαι όμως ότι όλα αυτά για την πλειοψηφία της απόφασης είναι στην καλύτερη περίπτωση άγνωστες λέξεις και στην χειρότερη περίπτωση ανεπιθύμητες λέξεις…
Ομιλία σε εκδήλωση που οργάνωσαν ο Όμιλος “Αριστόβουλος Μάνεσης” και η Εταιρεία Εκκλησιαστικού και Κανονικού Δικαίου την Τετάρτη 9 Μαΐου 2018 στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών