«Είμαστε κάθε λέξη από το Σύνταγμα της χώρας», είχε διακηρύξει πομπωδώς ο προηγούμενος πρωθυπουργός. Τελικά, όμως, όπως έχω επισημάνει επανειλημμένα στο παρελθόν, η σχέση της κυβέρνησής του με το Σύνταγμα υπήρξε πολλαπλά τραυματική, καθώς υπέταξε συχνά την λειτουργία του πολιτεύματος και των θεσμών σε στυγνές και αδίστακτες πολιτικές σκοπιμότητες.
Είναι αλήθεια ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν χρησιμοποίησε αντίστοιχες εκφράσεις. Ωστόσο, στον λόγο του πρωθυπουργού και των συνεργατών του κυριάρχησε με έμφαση, τόσο πριν όσο και μετά τις εκλογές, η «αποκατάσταση του κύρους του Συντάγματος».
Είναι πολύ νωρίς, βέβαια, να κριθεί συνολικά η θεσμική πολιτική της. Ωστόσο, υπάρχουν ήδη ορισμένα πρώτα ανησυχητικά δείγματα, που είτε στοιχειοθετούν μια απαρχή συνταγματικής «εκτροπής» είτε απλώς εγκυμονούν τον κίνδυνο υποταγής των θεσμών σε μικροκομματικές επιλογές.
Ας τα δούμε συγκεκριμένα:
Α. Η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει, σαν πρώτη προτεραιότητα, την «κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου». Ωστόσο παραβλέπει, παραδόξως, κάτι πολύ ουσιαστικό: το πανεπιστημιακό άσυλο δεν είναι απλώς μια νομοθετική ρύθμιση αλλά ένας συνταγματικός θεσμός, καθώς «συνέχεται άρρηκτα τόσο με την ελευθερία της επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας όσο και με την «πλήρη αυτοδιοίκηση» των ΑΕΙ και συνεπώς εμπεριέχεται ουσιαστικά στην κατοχύρωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας που ενεργείται με το άρθρο 16 του Συντάγματος», όπως υπογραμμίζει με έμφαση ο εγκυρότερος Έλληνας συνταγματολόγος και αείμνηστος Δάσκαλός μου Αριστόβουλος Μάνεσης (Η συνταγματική προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, τ. Ι, εκδ. Σάκκουλα, 1980, σ. 702-703).
Το πανεπιστημιακό άσυλο, στην πραγματικότητα, είναι για την ακαδημαϊκή ελευθερία περίπου ό,τι είναι το άσυλο κατοικίας για το δικαίωμα του ιδιωτικού βίου. Δηλαδή μια συνταγματική εγγύηση, βάσει της οποίας κανείς, πέραν των υποκειμένων της ακαδημαϊκής ελευθερίας (διδασκόντων και φοιτητών), δεν μπορεί να εισέρχεται στους (περίκλειστους) χώρους του Πανεπιστημίου, αν δεν έχει προσκληθεί από συλλογικούς φορείς τους και δεν έχει λάβει άδεια από τις πρυτανικές αρχές. Αντί λοιπόν η κυβέρνηση να καταφεύγει σε λεονταρισμούς, εξαγγέλλοντας συνταγματικά ανέφικτες και θεσμικά απρόσφορες λύσεις –όπως έδειξε άλλωστε και το ατυχές προηγούμενο του «νόμου Διαμαντοπούλου»– θα έπρεπε απλώς να τροποποιήσει την διάταξη, αναθέτοντας αποκλειστικά στον πρύτανη (με την αντίστοιχη ποινική και αστική ευθύνη) την αποκλειστική διαχείριση του ασύλου αλλά και θέτοντας ταυτόχρονα στην διάθεσή του μια ειδικά και προσεκτικά εκπαιδευμένη δύναμη φύλαξης. Μόνον έτσι –δηλαδή με αλλαγή της ρύθμισης του ασύλου και όχι με καταστρατήγηση του Συντάγματος…– μπορεί να εξοβελισθούν από το Πανεπιστήμιο οι πρακτικές ανομίας και απεχθούς εξουσιαστικής βίας δυναμικών μειοψηφιών, που δυστυχώς το ταλανίζουν –αλλά και το υπονομεύουν– εδώ και πολλά χρόνια.
Β. Η κυβέρνηση αυτή, όπως και η προηγούμενη, έχει εντελώς μονομερή προσέγγιση του ραδιοτηλεοπτικού πλουραλισμού, τον οποίο επιτάσσει το άρθρο 15 του Συντάγματος (με αρμόδιο όργανο το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης). Το μόνο πρόβλημά της ήταν, έως τις εκλογές, η ΕΡΤ. Δικαιολογημένα βέβαια, διότι εκεί κυριαρχούσε πράγματι, κατά παράβαση του Συντάγματος, μια κραυγαλέα κυβερνητική προπαγάνδα. Ωστόσο, ούτε έβγαζε ούτε βγάζει μιλιά για την προπαγανδιστική υστερία, υπέρ της ΝΔ, πολλών ιδιωτικών σταθμών, που είναι επίσης ευθέως αντισυνταγματική. Ερωτάται λοιπόν: τι θα κάνει τώρα ως προς τις πολλαπλές αυτές παραβιάσεις του Συντάγματος; Θα τολμήσει, πρώτον, να καθιερώσει συναινετική εκλογή της ηγεσίας της ΕΡΤ –είτε από τα 3/5 της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής (όπως με τις Ανεξάρτητες Αρχές) είτε από το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (όπως στη Γαλλία)– ή θα αρκεσθεί να τοποθετήσει μια φίλα προσκείμενη διοίκηση, που θα τηρεί απλώς τα προσχήματα; Θα κάνει κάτι αντίστοιχο (3/5), με το ΑΠΕ; Θα αλλάξει την νομοθεσία για τα ιδιωτικά ραδιοτηλεοπτικά μέσα, ώστε να υποχρεωθεί επιτέλους το ΕΣΡ να βγει από την προκλητική απραξία του και να επιβάλει κανόνες πολυφωνίας και αμεροληψίας, όπως επιβάλλει το Σύνταγμα;
- Η στάση της κυβέρνησης ως προς το εκλογικό σύστημα είναι επίσης συνταγματικά προβληματική. Πρώτον διότι δεν φαίνεται να έχει ενδοιασμούς για οποιαδήποτε σχετικοποίηση της συνταγματικής αρχής της ισοδυναμίας της ψήφου, αρκεί να διασφαλίζεται η αυτοδυναμία (ακόμη και με κόμματα που εκπροσωπούν μόνο το 1/3 του εκλογικού σώματος…). Δεύτερον, διότι από την επομένη κιόλας των εκλογών άρχισαν διαρροές ότι θα έπρεπε να τροποποιηθεί (με πλειοψηφία ΝΔ ΚΙΝΑΛ, που είναι ακριβώς 180…) το άρθρο 54 του Συντάγματος, ώστε να καταργηθεί η εγγύηση της πλειοψηφίας των 2/3 –που απαιτείται για να ισχύσει μια αλλαγή του εκλογικού συστήματος από τις επόμενες εκλογές– και έτσι να μην εφαρμοσθεί η απλή αναλογική. Πρόκειται για αποθέωση του πολιτικού κυνισμού (για τον οποίο, κατά τα άλλα, καταγγελλόταν ο ΣΥΡΙΖΑ…), διότι ναι μεν το άρθρο 54 περιλαμβάνεται στις αναθεωρητέες διατάξεις, αλλά για εντελώς διαφορετικό λόγο (την καθιέρωση της απλής αναλογικής…). Η κατάργηση των 2/3 όχι μόνον δεν προτάθηκε από καμία πλευρά αλλά αντίθετα επαινούνταν από όλους σαν σημαντική κατάκτηση της αναθεώρησης του 2001. Πως λοιπόν ζητείται να θυσιασθεί τώρα, χωρίς περίσκεψη και χωρίς αιδώ, στον βωμό της υπηρέτησης συγκυριακών στόχων της ΝΔ; Είμαι πραγματικά περίεργος για το πώς θα αντιδράσουν αυτοί που τότε πρωτοστάτησαν στην συνταγματική κατοχύρωσή της…
Με δεδομένη πάντως την νομικοπολιτική απαξία της προτεινόμενης τροποποίησης αλλά και το σοβαρό συνταγματικό ζήτημα που εγείρει η έλλειψη κάθε «θεματικής συνάφειάς» της με το εκλογικό σύστημα καθεαυτό (Χ. Ανθόπουλος, Τα Νέα, 17.7), τίποτα δεν μπορεί να αποκλείσει, αν παρελπίδα γίνει δεκτή, ακόμη και τον δικαστικό έλεγχό της, δεδομένου μάλιστα ότι το Δικαστήριο που θα επιληφθεί του θέματος, δηλ. το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ως Εκλογοδικείο, έχει ήδη αφήσει ανοιχτό, με την απόφαση 11/2003, ένα τέτοιο ενδεχόμενο …
- Και μια τελευταία νύξη. Ελπίζω και εύχομαι η κυβέρνηση να μην επιμείνει στην αναθεώρηση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας προς την λάθος κατεύθυνση (δηλαδή να αρκεί η απόλυτη πλειοψηφία των βουλευτών, αν δεν επιτευχθούν τα 3/5). Διότι έτσι θα χαθεί και η τελευταία εγγύηση για συναινετική εκλογή του Προέδρου, που είναι όμως συνυφασμένη με τον ρυθμιστικό ρόλο που του επιφυλάσσει ακόμα, παρά την θεσμική αποδυνάμωσή του, το Σύνταγμα. Επιμένω (μαζί με άλλους) ότι η μόνη λύση που παρέχει εχέγγυα ευρύτερης δημοκρατικής νομιμοποίησης, χωρίς να μεσολαβούν εκλογές, είναι η ανάδειξη –έστω και με απόλυτη πλειοψηφία σαν τελευταία λύση– από ένα πολύ μεγαλύτερο (υπερδιπλάσιο) εκλεκτορικό σώμα, με την συμπερίληψη σε αυτό των δημάρχων και περιφερειαρχών. Όχι μόνον διότι το πολιτικό επίπεδό τους δεν υπολείπεται πλέον αυτού των βουλευτών αλλά και διότι η ταύτισή τους με τα κόμματα (ιδίως των δημάρχων) είναι ολοένα και μικρότερη.
*Άρθρο στα «Νέα – Σαββατοκύριακο», 20.7.2019