Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις έχουν τροφοδοτήσει έναν από καιρό έντονο πολιτικό διάλογο για κυβερνήσεις συνεργασίας. Υπάρχουν βεβαίως πολλές πτυχές και ποικίλες οπτικές γωνίες που χρωματίζουν αυτόν τον διάλογο. Ωστόσο, εκείνο που συνήθως υποτιμάται ή αποσιωπάται είναι η κρισιμότερη ίσως διάστασή του. Πρόκειται για την συνταγματική διάσταση, η οποία αφορά, ιδίως, πρώτον τα θεμιτά όρια πολιτικής αξιοποίησης του εκλογικού συστήματος, ως προς την διαμόρφωση των πολιτικών συσχετισμών, και δεύτερον τις προϋποθέσεις και τα περιθώρια σχηματισμού κυβερνήσεων συνεργασίας. Μόνον αν αποσαφηνισθούν τα συνταγματικά δεδομένα και αποτραπεί η χειραγώγηση της εκλογικής βούλησης από μεθοδευμένες μικροκομματικές μεθοδεύσεις που τα παρακάμπτουν, είναι δυνατόν να γίνει μια καθαρή και πολιτικά έντιμη συζήτηση, όπως συμβαίνει στις προηγμένες δημοκρατικά χώρες, που έχουν επιλύσει από χρόνια τα σχετικά ζητήματα ως προς τους κανόνες της πολιτικής διαμάχης. Ειδικότερα:
Ι. Η συζήτηση για το εκλογικό σύστημα πολύ συχνά διεξάγεται ερήμην των ορίων που θέτει το Σύνταγμα Έχω ακούσει και διαβάσει επανειλημμένα βαρύγδουπες απόψεις δοκησίσοφων βουλευτών, δημοσιογράφων, πολιτικών αναλυτών και δημοσκόπων που αγνοούν παντελώς την σημασία που έχει για το συγκεκριμένο ζήτημα η συνταγματική αρχή της ισότητας της ψήφου. Και όμως, σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, αυτή είναι, σε τελευταία ανάλυση, η αφετηρία από την οποία πρέπει να ξεκινά κάθε σχετική συζήτηση. Ας τα δούμε όμως συγκεκριμένα:
Α. Όπως είναι γνωστό, η ισότητα της ψήφου απορρέει από την αρχή της πολιτικής ισότητας (σύμφωνα με την οποία κάθε πολίτης είναι ισότιμο κλάσμα της λαϊκής κυριαρχίας) και έχει δύο πτυχές: την αρχή της τυπικής – αριθμητικής ισότητας (κάθε πολίτης μία ψήφος) και την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου (κάθε ψήφος έχει το ίδιο βάρος ως προς την διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος).
Οι δύο αυτές πτυχές, ωστόσο, έχουν μια σημαντική διαφοροποίηση. Η πρώτη ισχύει απολύτως ενώ η δεύτερη, σύμφωνα με την θεωρία και την νομολογία, είναι επιδεκτική κάποιας σχετικοποίησης, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η λεγόμενη κυβερνησιμότητα (η οποία δεν είναι, βέβαια, συνταγματική αρχή αλλά κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει ότι αποτελεί αντικείμενο συνταγματικής μέριμνας).
Στο σημείο αυτό όμως απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή. Η σχετικοποίηση της ισοδυναμίας της ψήφου, η οποία αφορά τόσο την «εκλογική γεωγραφία» όσο και την «εκλογική αριθμητική» του εκλογικού συστήματος (δηλαδή τις εκλογικές περιφέρειες και την μέθοδο κατανομής των εδρών), τελεί υπό τρεις αυστηρές προϋποθέσεις:
α) να αιτιολογείται πλήρως και τεκμηριωμένα το αν και το πώς αυτή συνδέεται με την κυβερνησιμότητα (ή με την «διοικητική αποτελεσματικότητα» στις αυτοδιοικητικές εκλογές),
β) σε κάθε περίπτωση να μην είναι υπέρμετρη και
γ) να μην οδηγεί σε πλήρη κατάργηση της αναλογικής αντιπροσώπευσης σε συγκεκριμένες περιφέρειες.
Β. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να επισημανθεί χωρίς περιστροφές ότι το κύριο χαρακτηριστικό των εκλογικών συστημάτων που έχουν ψηφίσει οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας (που συνεχίζουν την ανάλογη παράδοση της ΕΡΕ) παρουσιάζουν σοβαρά προβλήματα συνταγματικότητας, και σε τελευταία ανάλυση δημοκρατικότητας, σε όλα τα προαναφερθέντα σημεία.
Για να μην πάμε μακριά, ας πάρουμε τα δύο τελευταία εκλογικά συστήματα που έχουν ψηφισθεί με δική της πλειοψηφία. Σε κανένα από αυτά δεν πληρούνται, ούτε καν στοιχειωδώς, οι ανωτέρω προϋποθέσεις. Συγκεκριμένα, στο πρώτο (ν. 3636/2008), με το οποίο προβλέπεται άνευ ετέρου πριμοδότηση του πρώτου κόμματος με 50 έδρες ισχύουν τα εξής : α) η σχετικοποίηση της ισοδυναμίας της ψήφου είναι καταφανώς υπέρμετρη (αφού το όριο αυτοδυναμίας -37%- είναι λίγο πάνω από το ένα τρίτο -33%- των ψήφων…), β) η πριμοδότηση δίδεται στο πρώτο κόμμα ασχέτως ποσοστού (με αποτέλεσμα, στις εκλογές του 2012, η ΝΔ με 18% να λάβει το 1/3 των εδρών χωρίς καμία προοπτική αυτοδυναμίας) και γ) στις εκλογικές περιφέρειες που έχουν πάνω από τρις έδρες η αναλογική αντιπροσώπευση των κομμάτων δεν ισχύει ούτε καν στοιχειωδώς (πχ το πρώτο κόμμα μπορεί να πάει και τις τέσσερις έδρες μιας τετραεδρικής…). Στο δε πρόσφατο (νόμος 4654/2020), που θα ισχύσει κατά το Σύνταγμα στις μεθεπόμενες εκλογές, τα προβλήματα είναι ακριβώς τα ίδια, με μόνη διαφορά ότι για να λάβει πριμοδότηση το πρώτο κόμμα πρέπει να έχει λάβει τουλάχιστον 25% (οπότε λαμβάνει 20 έδρες και στην συνέχεια μία έδρα για κάθε επιπλέον 0,5%). Πουθενά όπως δεν αιτιολογείται το γιατί εξυπηρετεί την κυβερνησιμότητα η πριμοδότηση του πρώτου κόμματος όταν έχει τόσο χαμηλά ποσοστά, δηλαδή ποσοστά που πόρρω απέχουν από την αυτοδυναμία. Ή, για να το κάνουμε πιο συγκεκριμένο, το γιατί πχ εξυπηρετεί την κυβερνησιμότητα η πριμοδότηση ενός πρώτου κόμματος με 30% (με 30 έδρες…) όταν είναι πιθανόν να υπάρχουν άλλα κόμματα, πολιτικά συγγενή, τα οποία θα μπορούσαν, χωρίς την πριμοδότηση του πρώτου, να έχουν αυτοδυναμία (πχ αν το δεύτερο και το τρίτο κόμμα έχουν 29 και 22%, αντίστοιχα).
Γ. Οι αντισυνταγματικές ρυθμίσεις, όμως, δεν σταματούν στις ως άνω μεθοδεύσεις του εκλογικού συστήματος. Ακόμη προβληματικότερη, από συνταγματική άποψη, είναι η αυθαίρετη και μακιαβελική επιλογή των κυβερνήσεων της ΝΔ να αποκλείσουν, με αμφότερους τους νόμους (ήδη δε από το 1990, με τον ν. 1907) από την πριμοδότηση τους συνασπισμούς, εισάγοντας γι’αυτούς εξαιρετικά δυσμενή μεταχείριση σε σχέση με τα μεμονωμένα κόμματα (πχ, στο προηγούμενο παράδειγμα, αν τα κόμματα που έλαβαν 29 και 22%, αντίστοιχα, είχαν κατέλθει στις εκλογές με συνασπισμό, την πριμοδότηση δεν θα την έπαιρνε ο συνασπισμός του 51% αλλά το κόμμα που έλαβε, αυτοτελώς, 30%!!). Η μεθόδευση αυτή των κυβερνήσεων της ΝΔ, η οποία αποσκοπεί αποκλειστικά και μόνο στο να αποτρέψει συνεργασίες αντιπολιτευόμενων κομμάτων εναντίον της, όχι μόνον αντίκειται στην δημοκρατική αρχή του άρθρου 1 του Συντάγματος αλλά συνιστά ευθέως και παραβίαση του άρθρου 52 του Συντάγματος, που επιτάσσει την ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, όπως επισήμανε παραστατικά ο Αριστόβουλος Μάνεσης, ήδη από το 1990, ως Πρόεδρος του Επιστημονικού Συμβουλίου στην σχετική έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής (επικαλούμενος μάλιστα και παρεμφερείς αποφάσεις του Εκλογοδικείου –για εκλογές μονοεδρικών περιφερειών– ως προς το απαράδεκτο διακριτικής μεταχείρισης συνασπισμών σε σχέση με μεμονωμένα κόμματα).
Δ. Ωστόσο, η κραυγαλέα αυτή μεθόδευση δεν είναι δυνατόν να προσβληθεί στο Εκλογοδικείο, παρά μόνον μετά από τις εκλογές. Αυτό όμως στην πράξη δεν μπορεί να συμβεί, διότι τα μεγαλύτερα κόμματα δεν αποτολμούν εν τέλει να κατέλθουν σε συνασπισμό για να μην χάσουν την πριμοδότηση (είναι χαρακτηριστικό το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, που ήταν αρχικά συνασπισμός κομμάτων, όταν ανέβηκε ξαφνικά η εκλογική του δύναμη, στις εκλογές του 2012, έσπευσε να μετατραπεί σε ενιαίο κόμμα, για να μπορέσει να πάρει –όπως και έγινε– την πριμοδότηση, τόσο στις πρώτες όσο στις δεύτερες εκλογές του 2015.
Έτσι λοιπόν εξηγείται γιατί καμία σχετική υπόθεση δεν έχει φθάσει έως τώρα στο Εκλογοδικείο, ώστε να κριθεί, όπως αναμένεται, αντισυνταγματική… Είναι και αυτή μια δεύτερη μεθόδευση, που καθιστά την πρώτη ακόμη πιο προβληματική, διότι, σε τελευταία ανάλυση, είναι δικαστικά ανέλεγκτη…
Αλλά και για τις προαναφερθείσες υπέρμετρες και προβληματικές σχετικοποιήσεις της ισοδυναμίας της ψήφου, η εκ των υστέρων ανατροπή των εκλογικών δεδομένων, για λόγους συνταγματικότητας, αντιμετωπίζεται εξαιρετικά επιφυλακτικά –συχνά ως μη ώφειλε…– από το Εκλογοδικείο (πολλώ δε μάλλον από το ΣτΕ στις δημοτικές εκλογές, όπου υπάρχουν αντίστοιχες μεθοδεύσεις των κυβερνήσεων της ΝΔ). Είναι λοιπόν φανερό ότι συνολικά το δικαστικό μας σύστημα πάσχει πολλαπλά ως προς τον έλεγχο συνταγματικότητας των εκλογικών νόμων, κάτι που δεν συμβαίνει σε χώρες που έχουν Συνταγματικά Δικαστήρια…
Ε. Με αυτά τα δεδομένα, είναι φανερό ότι η συζήτηση για το αν η χώρα πρέπει να έχει αυτοδύναμες κυβερνήσεις ή κυβερνήσεις συνεργασίας στην χώρα μας τίθεται σε λάθος βάση. Η σωστή απάντηση, στις χώρες που έχουν πάγιο εκλογικό σύστημα και καθαρούς τους κανόνες του εκλογικού παιχνιδιού, είναι ότι αυτό εξαρτάται αποκλειστικά από το τι επιλέγει το εκλογικό σώμα. Στην χώρα μας όμως αυτό εν πολλοίς δεν ισχύει, διότι το εκλογικό σύστημα κατά κανόνα λειτουργεί χειραγωγικά –μέσω πολλαπλών μεθοδεύσεων– και εν τέλει αλλοιώνει την βούληση του εκλογικού σώματος.
Αν λοιπόν τα μεγάλα κόμματα θέλουν να πείσουν για την αξιοπιστία και την ωριμότητά τους, το πρώτο που έχουν να κάνουν είναι να αντιμετωπίσουν το εκλογικό σύστημα με την δέουσα σοβαρότητα. Αυτό δε δημαίνει ιδίως ότι:
Η μεν ΝΔ πρέπει να σταματήσει να βλέπει το εκλογικό σύστημα με τους παραμορφωτικούς φακούς της χειραγώγησης του εκλογικού αποτελέσματος, άλλοτε διακηρύσσοντας απροκάλυπτα –και με παράκαμψη ουσιαστικά του Συντάγματος– ότι «θα κάψει» με δεύτερες εκλογές το ισχύον σήμερα εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής (ώστε να εφαρμοσθεί το πολλαπλά μεθοδευμένο δικό της) και άλλοτε παίζοντας –με μισόλογα και διαρροές– το παιχνίδι της κολοκυθιάς, ως προς το ποσοστό αυτοδυναμίας (θέλοντας στην πραγματικότητα να το κατεβάσει περίπου στο 1/3 του εκλογικού σώματος…).
Τα δε κόμματα της κεντροαριστεράς (ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ) πρέπει να σταματήσουν να χρησιμοποιούν εργαλειακά, με μικροκομματικούς υπολογισμούς, την απλή αναλογική (όπως έγινε με τις εκλογές του 1989 και του 2019…) και να πιέσουν από κοινού προς την κατεύθυνση ενός νέου και πάγιου εκλογικού συστήματος, που θα σέβεται ταυτόχρονα τόσο την ισοδυναμία της ψήφου (κι αυτό σημαίνει ένα κατ’αρχήν αναλογικό σύστημα) όσο και την προοπτική κυβερνητικής σταθερότητας (κι αυτό σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει κάποιας μορφής πριμοδότηση, αν ένα κόμμα ή ένας συνασπισμός κομμάτων –αδιακρίτως– αφ’ενός συγκεντρώνει ένα ποσοστό που πλησιάζει την αυτοδυναμία -πχ 44%- και αφ’ετέρου απέχει από τον δεύτερο -κόμμα ή συνασπισμό- τουλάχιστον 2%).
********
ΙΙ. Η συνταγματική διάσταση της συζήτησης για τις κυβερνήσεις συνεργασίας δεν αφορά, πάντως, μόνο το εκλογικό σύστημα. Πολύ σημαντικά είναι και δύο άλλα ζητήματα, τα οποία άλλοτε τίθενται αυτοτελώς και άλλοτε συνδέονται:
Α. Το πρώτο ζήτημα αφορά το ποια κόμματα μπορούν να συμμετάσχουν σε κυβερνήσεις συνεργασίας και ειδικότερα το αν νοείται τέτοια κυβέρνηση χωρίς την συμμετοχή του πρώτου κόμματος. Η απάντηση είναι απλή και αποστομωτική. Αν το Σύνταγμά μας ήθελε να αποκλείσει μια τέτοια δυνατότητα δεν θα έδινε διερευνητικές εντολές στο δεύτερο, στο τρίτο και (σε περίπτωση ισοδυναμίας) στο τέταρτο κόμμα, όταν δεν υπάρχει κοινοβουλευτική αυτοδυναμία. Θα την προέβλεπε μόνο για το πρώτο κόμμα και αν αυτό δεν μπορούσε να πείσει τον/την Πρόεδρο ότι μπορεί να σχηματίσει κοινοβουλευτική κυβέρνηση, θα πρόβλεπε μια τελική διαβούλευση, μήπως πεισθούν τα άλλα κόμματα, και μετά εκλογές. Αντίθετα, με βάση τα ισχύοντα (άρθρο 37 Σ) τόσο κατά την διάρκεια των διερευνητικών εντολών όσο και στην τελική φάση της διαβούλευσης του/της Προέδρου της Δημοκρατίας με τα κόμματα, η μόνη προϋπόθεση για να δοθεί εντολή σχηματισμού κυβέρνησης είναι να πεισθεί ο/η Πρόεδρος ότι αυτή θα μπορέσει να λάβει ψήφο εμπιστοσύνης.
Αλλά και να μην υπήρχε αυτή η τυποποίηση των διερευνητικών εντολών στο Σύνταγμά μας, θα αρκούσε για την θεμελίωση μιας τέτοιας άποψης και η απλή επίκληση της αρχής της δεδηλωμένης, που είναι η αφετηριακή στιγμή του κοινοβουλευτικού συστήματος. Πράγματι, το μόνο κριτήριο για τον διορισμό κυβέρνησης, με βάση την αρχή της δεδηλωμένης, είναι το να τεκμαίρεται, με βάση τον συσχετισμό δυνάμεων, ότι αυτή μπορεί να αποκτήσει την απαιτούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία (δηλαδή, με βάση το άρθρο 84, την πλειοψηφία των παρόντων που δεν μπορεί να είναι κατώτερη από τα 2/5 του συνόλου των βουλευτών). Αυτό άλλωστε αποδείχθηκε πρόσφατα (2015) στην Πορτογαλία, στην πρώτη κυβέρνηση (ανοχής) του σημερινού σοσιαλιστή πρωθυπουργού Κόστα, στην οποία δεν συμμετείχε το πρώτο (συντηρητικό) κόμμα, που είχε λάβει 38%.
Β. Συναφής προς αυτόν είναι και ο προβληματισμός ως προς το πρόσωπο του πρωθυπουργού και συγκεκριμένα ως προς το αν νοείται κυβέρνηση στην οποία δεν θα είναι πρωθυπουργός είτε ο αρχηγός του πρώτου κόμματος είτε ο αρχηγός του μεγαλύτερου κόμματος, αν το πρώτο δεν μετέχει στην κυβέρνηση.
Είναι αλήθεια ότι με βάση το Σύνταγμά μας –αλλά και γενικότερα με βάση την αρχή της δεδηλωμένης– τόσο η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης (αν υπάρχει κόμμα απόλυτης πλειοψηφίας) όσο και οι διερευνητικές εντολές (αν δεν υπάρχει τέτοιο κόμμα) δίδονται κατ’αρχήν στους αρχηγούς των κομμάτων. Από εκεί και πέρα όμως, τόσο κατά το στάδιο των διερευνητικών εντολών όσο και κατά το στάδιο της τελικής διαβούλευσης του/της Προέδρου με τα κόμματα, το ζητούμενο δεν είναι το ποιος θα είναι πρωθυπουργός αλλά το αν μπορεί να σχηματισθεί κοινοβουλευτική κυβέρνηση (δηλαδή είτε κυβέρνηση απόλυτης πλειοψηφίας είτε κυβέρνηση ανοχής, που σημαίνει κυβέρνηση με πλειοψηφίας τουλάχιστον 120 βουλευτές από τους παρόντες). Ως εκ τούτου, στην διαπραγμάτευση μεταξύ των κομμάτων όλα είναι ανοιχτά, συμπεριλαμβανομένου και του προσώπου του πρωθυπουργού. Αν η επιλογή ενός τρίτου προσώπου, που δεν ταυτίζεται αυτό του αρχηγού του πρώτου ή του μεγαλύτερου κόμματος, κατά περίπτωση, διευκολύνει τον σχηματισμό μιας τέτοιας κυβέρνησης, τότε η επιλογή αυτή είναι συνταγματικά θεμιτή.
Στο σημείο αυτό πρέπει να τονισθεί, γενικότερα, ότι το πολίτευμά μας δεν είναι προεδρικό αλλά κοινοβουλευτικό. Άρα οι πολίτες δεν επιλέγουν κατ’αρχήν τον επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας αλλά κόμματα και βουλευτές, μέσω των οποίων αναδεικνύονται κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις, δηλαδή κυβερνήσεις που πρέπει να έχουν την εμπιστοσύνη της Βουλής. Για να σχηματισθούν λοιπόν τέτοιες κυβερνήσεις, οι αρχηγοί των κομμάτων πρέπει να είναι διατεθειμένοι να κάνουν ένα βήμα πίσω, αποδεχόμενα και τρίτα πρόσωπα, κοινοβουλευτικά ή μη, για την θέση του πρωθυπουργού, αν αυτό βοηθά στον σχηματισμό μιας πολιτικά κατάλληλης και κοινοβουλευτικά βιώσιμης κυβέρνησης. Παρότι δε η εμπειρία προηγούμενων κυβερνήσεων ευρείας συνεργασίας, με εξωκοινοβουλευτικούς πρωθυπουργούς, δεν ήταν ιδιαίτερα επιτυχής, αυτό δεν οφειλόταν στο ότι οι πρωθυπουργοί αυτοί ήταν «δοτοί» και «δημοκρατικά ανομιμοποίητοι», όπως λέγεται συχνά, πλην άκριτα, υπό το πρίσμα μιας «δημοκρατιστικής» προσέγγισης. Αντίθετα είχαν τεράστια δημοκρατική νομιμοποίηση, για τα δεδομένα του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, δηλαδή τεράστια κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Το πρόβλημα εντοπίζεται αφ’ενός στο ότι οι κυβερνήσεις τους ήταν απότοκες εξαιρετικά ταραγμένων περιόδων και αφ’ετέρου στο ότι τα κόμματα που συμμετείχαν –ή κάποια από αυτά– όχι μόνο δεν επέδειξαν πολιτική ωριμότητα και αξιοπιστία αλλά αντίθετα υπονόμευσαν αυτές τις κυβερνήσεις με μικροπολιτικές μεθοδεύσεις.
Το ζητούμενο όμως σήμερα δεν είναι «έκτακτες» αλλά κανονικές κυβερνήσεις συνεργασίας, που θα προκύψουν μετά από έναν ευρύ προγραμματικό διάλογο και από συμφωνίες για τα πρόσωπα που θα τις συγκροτήσουν, συμπεριλαμβανομένου –αν υπάρχουν αντιρρήσεις για τους αρχηγούς– και του προσώπου του πρωθυπουργού. Έτσι γινόταν άλλωστε και στην χώρα που είχε παλαιότερα τις περισσότερες κυβερνήσεις συνεργασίας, δηλαδή στην Ιταλία, όσο υπήρχε το σύστημα της απλής αναλογικής (με αποτέλεσμα, συχνά, ο πρωθυπουργός να μην προέρχεται από το χριστιανοδημοκρατικό κόμμα, που ήταν πολύ μεγαλύτερο, αλλά από τα μικρότερα κόμματα).
*******
Μιας δε και αναφέρθηκα στην Ιταλία, θα την χρησιμοποιήσω σαν παράδειγμα και για τον έλεγχο της συνταγματικότητας του εκλογικού συστήματος, που όπως είδαμε έχει κομβικό ρόλο για μια πολιτικά έντιμη συζήτηση ως προς τις κυβερνήσεις συνεργασίας. Η Ιταλία είναι η μόνη χώρα της δυτικής Ευρώπης στην οποία επιχειρήθηκαν, επί Μπερλουσκόνι, εκλογικές μεθοδεύσεις ανάλογες με αυτές της ΝΔ. Εκεί όμως το Συνταγματικό Δικαστήριο τις έκρινε αντισυνταγματικές. Θα επαναλάβω λοιπόν ότι στην Ελλάδα πολύ δύσκολα θα συνέβαινε κάτι τέτοιο, διότι αφ’ενός μεν δεν έχουμε Συνταγματικό Δικαστήριο, όπως όλες σχεδόν οι δημοκρατικά προηγμένες χώρες, αφ’ετέρου δε τα Δικαστήρια που ασκούν τον (κολοβό έστω, κατά τα ανωτέρω) έλεγχο συνταγματικότητας του εκλογικού συστήματος, ως εκλογοδικεία (δηλαδή το ΑΕΔ για τις βουλευτικές και το ΣτΕ για τις δημοτικές εκλογές), δεν έχουν, κατά την άποψή μου, ούτε τα «φόντα» (δηλαδή τις υποκειμενικές δυνατότητες) αλλά ούτε και τα «κότσια» (δηλαδή την τόλμη να συγκρουσθούν με μείζονες κυβερνητικές επιλογές), ώστε να αναχθούν στο ύψος ενός Συνταγματικού Δικαστηρίου…
Άρθρο στην ηλεκτρονική εφημερίδα “Libre”, 21.5.2022