Α. Είναι αναμφίβολο ότι η ελληνική Επανάσταση, υπό όποιο πρίσμα κι αν την προσεγγίσει κανείς, χαρακτηρίσθηκε από ορισμένες σταθερές επιλογές, εντασσόμενες πλήρως στο ευρωπαϊκό πλαίσιο συγκρότησης του εθνικού κράτους, στην εποχή της νεωτερικότητας. Ιδιαίτερα δε πρέπει να εξαρθεί ότι στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της Επανάστασης –παρά τις εξαιρετικά αντιφατικές εθνικές και διεθνείς συνθήκες και τα ποικίλα γεωπολιτικά και ιστορικά συμφραζόμενα που περιέγραψε εύστοχα ο Αντώνης Λιάκος στο εισαγωγικό του κείμενο– βρέθηκε εξ αρχής η μέριμνα να διασφαλισθεί η συγκρότηση του νέου κράτους με όρους εθνικού και πολιτικού αυτοπροσδιορισμού, όπως τους είχε προδιαγράψει η σημαντικότερη ίσως έκφανση του ευρωπαϊκού διαφωτισμού, δηλαδή ο συνταγματισμός.
Το πλέον δε αξιοσημείωτο είναι ότι σε εποχή πλήρους κυριαρχίας μιας συντηρητικής και μοναρχικής πλέον μετάλλαξης του συνταγματισμού, υπό την βαριά σκιά της Ιεράς Συμμαχίας, οι πολιτικοί ιθύνοντες της Επανάστασης επιλέγουν την πλέον ριζοσπαστική –και υπό διωγμό πλέον από το τότε ευρωπαϊκό κατεστημένο– εκδοχή του, τον δημοκρατικό συνταγματισμό, όπως αυτός είχε εκφρασθεί στα Συντάγματα της αμερικανικής και της γαλλικής Επανάστασης.
Αυτό ήταν το ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ψηφίσθηκαν τα δημοκρατικά Συντάγματα του Αγώνα. Ωστόσο, μέσα στον επαναστατικό σάλο τα μεν πρώτα (Επιδαύρου/1822 και Αστρους/1823) εφαρμόσθηκαν μερικώς και με πολλά προβλήματα ενώ το Σύνταγμα της Τροιζήνας ανεστάλη από τον Καποδίστρια, όταν ανέλαβε Κυβερνήτης, παρότι τον είχε επιλέξει η ίδια Εθνοσυνέλευση που το ψήφισε. Το αποτέλεσμα ήταν να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου, που οδήγησε –με την συνδρομή, βέβαια, και άλλων παραγόντων– σε μια τεράστια θεσμική δοκιμασία, με την επιβολή από τις «προστάτιδες δυνάμεις» της μοναρχίας του Όθωνα, αρχικά μεν υπό την εκδοχή της απόλυτης και στην συνέχεια –μετά την εξέγερση του 1843– υπό την εκδοχή συνταγματικής μοναρχίας.
Η τριακονταετία του Όθωνα, παρά τις αρχικές φιλότιμες προσπάθειες της αντιβασιλείας –που κυβέρνησε για λίγο λόγω της ανηλικότητάς του– υπήρξε μια περίοδος όχι μόνον συντηρητικής οπισθοδρόμησης, σε σχέση με τις θεμελιώδεις επιλογές της Επανάστασης του 1821, αλλά και αλλοπρόσαλλων πολιτικοθεσμικών επιλογών, που συνδυάσθηκαν με μια αυταρχική, άκρως προβληματική και συχνά παρωδιακή λειτουργία του μοναρχικού πολιτεύματος, ακόμη και μετά την εξέγερση του 1843 και την ψήφιση του μετριοπαθούς Συντάγματος του 1844, που απηχούσε μιμητικά όλες τις βασικές επιλογές της κυρίαρχης ακόμη –αλλά παραπαίουσας ήδη– ευρωπαϊκής συνταγματικής μοναρχίας.
Β. Η πραγματικότητα αυτή ανατρέπεται ριζικά με μια δεύτερη Επανάσταση, η οποία ξεσπά σε ολόκληρη σχεδόν την επικράτεια τον Οκτώβριο του 1862. Ήταν η δική μας «Οκτωβριανή Επανάστασις», η οποία ήταν στην πραγματικότητα όχι μόνον η συνέχεια αλλά και η ολοκλήρωση της πρώτης, του 1821, ως προς το σύνολο των θεμελιωδών επιλογών της.
Η επανάσταση του 1862, αν και παραγνωρισμένη, ήταν ιδιαίτερα σημαντική, διότι αποτέλεσε, με κάποια έστω καθυστέρηση, την ελληνική εκδοχή της Επανάστασης του 1848, που προκάλεσε μία έκρηξη δημοκρατικών μετασχηματισμών σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και άλλαξε ριζικά και αμετάκλητα τον πολιτικό χάρτη της ηπείρου.
Αυτό λοιπόν το δεύτερο κύμα –ή μάλλον τσουνάμι– του ευρωπαϊκού συνταγματισμού, έφτασε τελικά, με κάποια καθυστέρηση, και στην Ελλάδα και οδήγησε στην έκρηξη της Επανάστασης του 1862, με εμπροσθοφυλακή την περίφημη «Χρυσή Νεολαία» (δηλαδή τους εξεγερμένους φοιτητές και αποφοίτους του –«Οθωνείου»…– Πανεπιστημίου), η οποία, έχοντας πλήρη γνώση των ευρωπαϊκών εξελίξεων εκείνης της εποχής, είχε εγείρει την σημαία της αμφισβήτησης του καθεστώτος ήδη από το 1848, με εκδηλώσεις πολιτικής διαμαρτυρίας αλλά και με πλούσια και εντόνως ριζοσπαστική αρθρογραφία στον Τύπο (και ιδίως στο όργανο της «Χρυσής Νεολαίας», την «Νέα Γενεά»). Η Επανάσταση λοιπόν του 1862, αντλώντας ταυτόχρονα από την πολύτιμη παρακαταθήκη του συνταγματισμού του Αγώνα και από τις πανευρωπαϊκές συνταγματοπολιτικές κατακτήσεις του 1848, όχι μόνον ανέτρεψε την τυραννική μοναρχία του Όθωνα αλλά και έθεσε την δημοκρατική σφραγίδα της στις μετέπειτα εξελίξεις.
Γ. Τρία είναι ιδίως τα καθοριστικής σημασίας αποτελέσματα αυτής της Επανάστασης:
α. Το πρώτο ήταν η σύγκληση της Β΄ εν Αθήναις Εθνικής Συνέλευσης, η οποία ήταν ένα γεγονός εξαιρετικής σημασίας για πολλούς λόγους.
Κατ’αρχάς ήταν μια Εθνοσυνέλευση που προέκυψε από ελεύθερες εκλογές, που διεξήχθησαν όχι μόνο στην τότε επικράτεια του ελληνικού κράτους αλλά και σε όλες τις παροικίες του εξωτερικού. Το αποτέλεσμα ήταν να ανανεωθεί ριζικά το πολιτικό προσωπικό αλλά και να εκπροσωπηθεί στην Συνέλευση αυτήν, για πρώτη και τελευταία φορά, το σύνολο σχεδόν του τότε Ελληνισμού, με αντιπροσώπους («πληρεξουσίους») όχι μόνον υψηλού μορφωτικού επιπέδου αλλά και με πλήρη και συχνά βιωματική επίγνωση τόσο των τότε ευρωπαϊκών δεδομένων και συσχετισμών όσο και των ιδιαιτεροτήτων του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.
Επιπλέον, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον το ότι η εκπροσώπηση αυτή γίνεται μέσω διακριτών πολιτικών πτερύγων της Εθνοσυνέλευσης («ορεινοί», πεδινοί», «εκλεκτικοί», «εθνικόν κομιτάτον»), οι οποίες απαλλάσσουν πλέον οριστικά την ελληνική πολιτική σκηνή τα «ξενικά» κόμματα και θέτουν τις βάσεις για την διαμόρφωση κομμάτων αρχών (προσαρμοσμένων βέβαια στα ελληνικά κοινωνικά δεδομένα).
Διαθέτοντας αυτά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά, η Β΄ Εθνοσυνέλευση λειτούργησε σαν «συλλογικός διανοούμενος» του τότε Ελληνισμού και κατόρθωσε –παρά τις αντιθέσεις και ενίοτε τις συγκρούσεις που σημάδεψαν την πορεία της– όχι μόνον να διασφαλίσει μια ομαλή διετή πορεία μετάβασης (εφαρμόζοντας το δημοκρατικό σύστημα της «κυβερνώσας Βουλής») αλλά και να επιλύσει επιτυχώς, απορρίπτοντας συνειδητά τον τυφλό μιμητισμό και τις έξωθεν υποδείξεις, όλα τα μείζονα ζητήματα, τα οποία κλήθηκε να διαχειρισθεί, και συγκεκριμένα: α) την δίκαιη διανομή των κληρονομημένων από το οθωμανικό κράτος εθνικών γαιών, που εκκρεμούσε ήδη από το 1830, β) την ένωση της Επτανήσου με την Ελλάδα (που έγινε το 1864 και συνεισέφερε στις εργασίες της μια μεγάλη και εξαιρετικά κρίσιμη –και χρήσιμη– ομάδα «ριζοσπαστών» βουλευτών), γ) την επιλογή νέου μονάρχη και δ) την ψήφιση νέου Συντάγματος.
β. Το δεύτερο σημαντικό αποτέλεσμα της Επανάστασης του 1862 ήταν το ίδιο Σύνταγμα του 1864. Πρόκειται αναμφίβολα για το πλέον προοδευτικό Σύνταγμα της εποχής του, καθώς σηματοδότησε με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο το πέρασμα από την συνταγματική μοναρχία στην βασιλευόμενη δημοκρατία. Το μήνυμα δόθηκε ήδη από την ίδια την Εθνοσυνέλευση, όταν κατέστησε σαφές ότι η ψήφιση του Συντάγματος ήταν αποκλειστικά και μόνον υπόθεση των αντιπροσώπων του λαού (και όχι αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τον μονάρχη, όπως έγινε με το «Σύνταγμα συνάλλαγμα» του 1844). Αλλά και στο ίδιο το συνταγματικό κείμενο προστέθηκαν η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και το τεκμήριο αρμοδιότητας (υπέρ του λαού και κατά του μονάρχη), ενώ κατοχυρώθηκε ρητά –για πρώτη φορά σε ευρωπαϊκό Σύνταγμα– και η αρχή της καθολικής ψηφοφορίας, τόσο για τις βουλευτικές (μέχρι τότε ίσχυε νομοθετικά) όσο και για τις δημοτικές εκλογές (μέχρι τότε ίσχυε «τιμηματική» ψηφοφορία). Τέλος, την αναμφίβολη επικράτηση της δημοκρατικής αρχής επιβεβαιώνει η κατάργηση της Γερουσίας, τα μέλη της οποίας διορίζονταν από τον μονάρχη, αλλά και η ρητή και πλήρης κατοχύρωση, για πρώτη φορά, τόσο της ελευθερίας του Τύπου όσο και των δικαιωμάτων ομαδικής δράσης (συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι), δηλαδή των δικαιωμάτων που αποτελούν την αναγκαία βιόσφαιρα για την άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας.
Ωστόσο, οι επιλογές του συντακτικού νομοθέτη του 1864 δεν ήταν απλώς δημοκρατικές αλλά και πρόσφορες για την θεσμική οργάνωση μιας κοινωνίας η οποία δεν τεμνόταν από έντονες αντιθέσεις, καθώς κυριαρχείτο από παραγωγικές δραστηριότητες μικρής κλίμακας. Ως εκ τούτου, η κατάργηση της Γερουσίας και η κατοχύρωση της καθολικής ψηφοφορίας πρέπει να ερμηνευθούν και υπό αυτό το πρίσμα, δηλαδή της αναγνώρισης των ελληνικών κοινωνικών ιδιαιτεροτήτων. Υπό το ίδιο δε πρίσμα πρέπει να αντιμετωπισθεί και η ευρηματική συνταγματική κατοχύρωση μετά από πρόταση επτανησίων βουλευτών, του σφαιριδίου, ως μέσου ψηφοφορίας. Αυτό διατηρήθηκε έως το 1926, καθώς αποδείχθηκε εξαιρετικά πρόσφορο για την διασφάλιση της μυστικότητας της ψήφου, ιδίως των αναλφαβήτων, ενώ προσέδωσε παράλληλα και ιδιαίτερο χρώμα στις ελληνικές εκλογικές αναμετρήσεις.
γ. Το τρίτο σημαντικό αποτέλεσμα της Επανάστασης του 1862 είναι ότι το Σύνταγμα του 1864 δεν έμεινε αυτή τη φορά στα χαρτιά αλλά αποτέλεσε το θεμέλιο μιας μακρόχρονης δημοκρατικής και κοινοβουλευτικής παράδοσης (1864-1875), μεγαλύτερης, μέχρι στιγμής, και από αυτήν που εγκαινίασε το Σύνταγμα του 1975. Η παράδοση μάλιστα αυτή –με κύρια χαρακτηριστικά το υψηλό επίπεδο της δημοκρατικής νομιμοποίησης, μέσω γνήσιων εκλογών, και την αξιοσημείωτη ωριμότητα όλων των παραγόντων του πολιτικού συστήματος, του πρώτου μονάρχη συμπεριλαμβανομένου– κατατάσσει τη χώρα μας πολύ πάνω από τον μέσο όρο των τότε ευρωπαϊκών κρατών (αρκεί να αναλογισθούμε, για παράδειγμα, ποια ήταν η συνταγματική πραγματικότητα εκείνης της περιόδου στην κεντρική, την ανατολική, την δυτική και την νότια Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, της Αυστροουγγαρίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας της Ισπανίας αλλά και όλης της Βαλκανικής Χερσονήσου).
Η εφαρμογή, πάντως, του Συντάγματος του 1864 δεν υπήρξε εξ αρχής μια εύκολη υπόθεση. Στην πρώτη δεκαετία συγκρούσθηκε σκληρά το παλιό, οι κληροδοτημένες πρακτικές του οθωνικού παρελθόντος, με το καινούριο, έως ότου η δύναμη του «πολιτικού συγχρονισμού της κοινωνίας», να επιβληθεί και στην πράξη, με την συνδρομή, συμβολική και ουσιαστική, δύο σημαντικών θεσμικών τομών: της καθιέρωσης της αρχής της δεδηλωμένης, ως «συνθήκης του πολιτεύματος», με τον λόγο του θρόνου του 1875, και της ψήφισης του εκλογικού νόμου του 1877, που θωράκισε πολλαπλά την καθολική ψηφοφορία, ως προς την διασφάλιση της γνησιότητας του εκλογικού αποτελέσματος, και αποτέλεσε το θεμέλιο του εκλογικού μας δικαίου.
Μετά και από αυτές τις δύο κρίσιμες θεσμικές παρεμβάσεις, που ολοκλήρωσαν και ταυτόχρονα διασφάλισαν τον δημοκρατικό και κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του Συντάγματος του 1864, η συνταγματική πραγματικότητα που διαμορφώνεται μετά την Επανάσταση του 1862, ως διαλεκτική σύνδεση του συνταγματικού δέοντος με το πολιτικό είναι, προσεγγίζει όλο και περισσότερο την σημερινή, ως προς την λειτουργία των δημοκρατικών και κοινοβουλευτικών θεσμών αλλά και ως προς την προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, και μάλιστα με πολιτικές ομοιότητες που εκπλήσσουν και δείχνουν πόσο παράλληλοι υπήρξαν οι βίοι των δύο μεταπολιτεύσεων στην Ελλάδα.
Άρθρο στην «Αυγή της Κυριακής», στο πλαίσιο του αφιερώματος «1821-2021: διάλογος για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση»